Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

απελπισία

  • 1 απελπισία

    [апэлписиа] ουσ. Θ. безнадёжность, отчаяние,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απελπισία

  • 2 отчаяние

    отчаяние с η απελπισία* приходить в \отчаяние πέφτω σε απελπισία
    * * *
    с
    η απελπισία

    приходи́ть в отча́яние — πέφτω σε απελπισία

    Русско-греческий словарь > отчаяние

  • 3 отчаяние

    ουδ.
    απελπισία• απόγνωση•

    приходить в отчаяние έρχομαι σε απελπισία•

    быть в -и είμαι σε απελπισία•

    впасть в отчаяние πέφτω (ιΐε• отчаяниеριπίπτω) σε απελπισία.

    Большой русско-греческий словарь > отчаяние

  • 4 отчаяние

    отчаяии||е
    с ἡ ἀπόγνωση [-ις], ὁ ἀπελπισμός, ἡ ἀπελπισία:
    приходить, впадать в \отчаяние πέφτω σέ ἀπελπισία· говорить с \отчаяниеем в голосе μιλώ μέ ἀπελπισμένη φωνή.

    Русско-новогреческий словарь > отчаяние

  • 5 впасть

    впаду, впадёшь, παρλθ. χρ. впал, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. впавший ρ,σ.
    1. εισέχω, σχηματίζω εισοχή• κοιλαίνω.
    2. πέφτω, περιπέφτω• περιέρχομαι•

    впасть в отчаяние πέφτω σε απελπισία, με πιάνει απελπισία•

    впасть в бедность πέφτω σε φτώχεια, φτωχεύω•

    впасть в ошибку πέφτω σε λάθος.

    εκφρ.
    впасть в немилость – πέφτω σε δυσμένεια•
    впасть в противоречие – πέφτω σε αντίφαση, αντιφάσκω.

    Большой русско-греческий словарь > впасть

  • 6 повергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. поверг κ. παλ. повергнул
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. повргший κ. поврщувший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повергнутый, βρ: -нут, -а, -о κ. поверженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω γκρεμίζω•

    повергнуть наземь ρίχνω καταγής•

    буря -ла дуб η θύελλα έρριξε καταγής τη βαλανιδιά•

    болезнь -ла его на пс-стль (μτφ.) η αρρώστεια τον έρριξεστο κρεβάτι.

    || μτφ. νικώ, συντρίβω.
    2. οδηγώ, φέρω (σε κατάσταση)•

    эта весть -ла его в отчаяние αυτή η είδηση τον έφερε σε απελπισία.

    εκφρ.
    повергнуть к стопам кого – (για υψηλή προσωπικότητα) υποβάλλω (παρακαλώ) ταπεινά.
    1. παλ. πέφτω (ρίχνομαι) στα πόδια, προσκυνώ, ικετεύω γονυπετώς.
    2. φέρομαι, οδηγούμαι, περιέρχομαι•

    повергнуть в отчаяние περιέρχομαι σε απελπισία.

    Большой русско-греческий словарь > повергнуть

  • 7 прийти

    прийти 1) έρχομαι, φτάνω· \прийти домой έρχομαι στο σπίτι' \прийти первым φτάνω πρώτος 2) (κ чему-л.) καταλήγω· \прийти к власти έρχομαι στην εξουσία· \прийти к соглашению καταλήγω σε συμφωνία 3) (β какое-либо состояние): \прийти в отчаяние απελπίζομαι, πέφτω σε απελ πισία, καταντώ ◇ мне пришло в голову μου κατέβηκε μια ιδέα
    * * *
    1) έρχομαι, φτάνω

    прийти́ домо́й — έρχομαι στο σπίτι

    прийти́ пе́рвым — φτάνω πρώτος

    2) (к чему-л.) καταλήγω

    прийти́ к вла́сти — έρχομαι στην εξουσία

    прийти́ к соглаше́нию — καταλήγω σε συμφωνία

    прийти́ в отча́яние — απελπίζομαι, πέφτω σε απελπισία, καταντώ

    ••

    мне пришло́ в го́лову — μου κατέβηκε μια ιδέα

    Русско-греческий словарь > прийти

  • 8 безнадежность

    безнадежн||ость
    ж ἡ ἀπελπισία, ἡ ἀπελπιστική κατάσταση.

    Русско-новогреческий словарь > безнадежность

  • 9 ввергать

    ввергать
    несов, ввергнуть сов βάζω, φέρ(ν)ω, ρίχνω, ρίπτω, ἐμβάλλω εἰς:
    \ввергать в отчаяние φέρνω σέ ἀπελπισία.

    Русско-новогреческий словарь > ввергать

  • 10 впадать

    впадать
    несов
    1. (о реке) χύνομαι, ἐκβάλλω·
    2. (в какое-л. состояние) πέφτω, ἐμπίπτω, περιπίπτω:
    \впадать в отчаяние ἀπελπίζομαι, πέφτω σέ ἀπελπισία·
    3. (вваливаться\впадать о щеках и т. п.) κοιλαίνο-μαι, εἶμαι κοίλος· ◊ \впадать в немилость πέφτω σέ δυσμένειά \впадать в детство ξανα-μωραίνομαι· \впадать в ошибку πέφτω σέ σφάλμα, κάνω λάθος· \впадать в противоречие ἔρχο-μαι σέ ἀντίφαση (или ἀντίθεση), ἀντιφάσκω.

    Русско-новогреческий словарь > впадать

  • 11 повергать

    повергать
    несов, повергнуть сов
    1. (опрокидывать) ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, ρίχνω κατά γής, γκρεμίζω:
    \повергать к ногам ρίχνω στά πόδια·
    2. перен βυθίζω, ρίχνω:
    \повергать в уныние βυθίζω σέ θλίψη· \повергать в отчаяние ρίχνω σέ ἀπελπισία· \повергать в недоумение βάζω σέ ἀμηχανία

    Русско-новогреческий словарь > повергать

  • 12 приводить

    приводить
    несов
    1. φέρ(ν)ω, ὁδηγώ:
    \приводить ребенка домой φέρνω τό παιδί στό σπίτι· \приводить обратно ἐπαναφέρω, φέρνω πίσω· \приводить κ чему́-л. ὁδηγώ σέ...·
    2. (факты, данные и т. п.) παραθέτω, προσάγω, φέρνω:
    \приводить доводы φέρνω ἐπιχειρήματα· \приводить доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις· \приводить в пример φέρνω σάν παράδειγμα, ἀναφέρω ὡς παράδειγμα·
    3. (в какое-л. состояние) βάζω, φέρνω / ρίχνω (повергать):
    \приводить в движение βάζω σέ κίνηση· \приводить в замешательство βάζω σέ ἀμηχανία, φέρνω σύγχυση· \приводить в восторг προκαλώ τό θαυμασμό[ν]· \приводить в бешенство, в ярость κά(μ)νω νά λυσσάξει, κάνω ἐξω φρένων· \приводить в отчаяние ρίχνω σέ ἀπελπισία· \приводить в чу́вство συνεφέρνω· \приводить в соответствие προσαρμόζω· \приводить в порядок а) βάζω σέ τάξη, τακτοπιώ, б) (уби·. рать) συγυρίζω· \приводить в беспорядок προκαλώ ἀκαταστασία· \приводить в негодность καθιστώ ἄχρηστο, κάνω ἄχρηστο· ◊ \приводить в исполнение θέτω σέ ἐφαρμογή, ἐκτελώ· \приводить приговор в исполнение ἐκτελώ ἀπόφαση· \приводить к концу́ φέρνω σέ πέρας, ἀποπερατώνὠ \приводить к присяге ὁρκίζω· \приводить к общему зна-мени́телю мат τρέπω ἐτερώνυμα κλάσματα σε ὁμώνυμα.

    Русско-новогреческий словарь > приводить

  • 13 тупой

    туп||ой
    прил
    1. (об остром предмете) ἀμβλύς, στομωμένος:, \тупой нож τό στομω-μένο μαχαίρι· \тупойая пила τό στομωμένο πριόνι·
    2. (о человеке) χοντροκέφαλος·
    3. (глуповатый, бессмысленный) χαζός, ἀνόητος:
    \тупой взгляд τό ἡλίθιο βλέμμα· \тупойая улыбка τό ἡλίθιο χαμόγελο·
    4. (о чувствах, переживаниях):
    \тупой страх ὁ ζωώδης φόβος· \тупойо́е отчаяние ἡ ἔσχατη ἀπελπισία· \тупойо́е упрямство τό ἀνόητο πείσμα· ◊ \тупой угол ἡ ἀμβλεία γωνία· \тупойые носы (об обуви) ἡ πλατειά μύτη.

    Русско-новогреческий словарь > тупой

  • 14 безнадёжность

    [μπιζναντιόζναστ'] ουσ. θ. απελπισία

    Русско-греческий новый словарь > безнадёжность

  • 15 отчаяние

    [αττσάινιιε] ουσ. ο. απελπισία

    Русско-греческий новый словарь > отчаяние

  • 16 безнадёжность

    [μπιζναντιόζναστ'] ουσ θ απελπισία

    Русско-эллинский словарь > безнадёжность

  • 17 отчаяние

    [αττσάινιιε] ουσ ο απελπισία

    Русско-эллинский словарь > отчаяние

  • 18 довести

    -веду, -ведшь; παρλθ. χρ. -вл, -ла, -ло; μτχ. παρλθ. доведший ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ ως, συνοδεύω, πηγαίνω κάποιον, φέρω ως•

    -йте меня до дому πηγαίνετε με ως το σπίτι•

    2. ανοίγω, διανοίγω, εκτείνω, φέρω•

    довести дорогу до районного центра διανοίγω δρόμο ως το επαρχιακό κέντρο.

    || φέρνω, φτάνω ως•

    довести дело до конца φέρω την υπόθεση σε πέρας.

    3. περιάγω, φέρω σε, οδηγώ, ωθώ,• довести до отчаяния φέρω ως την απελπισία•

    пьянство -ло его до преступления το μεθύσι τον οδήγησε ως το έγκλημα•

    довести вещи до крайности ωθώ τα πράγματα ως τα άκρα•

    довести кого до раскаяния κάνω κάποιον να μετανοήσει•

    довести преступника до сознания κάνω τον εγκληματία να παραδεχτεί το έγκλημα του•

    довести кого до слз κάνω κάποιον να δακρύσει•

    довести кого до бешенства κάνω κάποιον νά λυσσάξει (να εξοργιστεί)•

    довести кого до абсурда ξελογιάζω, παραλογιάζω, ξεμυαλίζω κάποιον.

    4. ανακοινώνω, γνωστοποιώ, μεταδίνω•

    -до сведения публики γνωστοποιώ, φέρω σε γνώση του κοινού.

    5. ψέρω ως, ανεβάζω, αυξαίνω ή ελαττώνω•

    довести до минимума μειώνω στο ελάχιστο•

    довести продукциу до αυξαίνω την παραγωγή ως.

    -ись απρόσ. συμβαίνω, λαχαίνω, τυχαίνω• έρχομαι, ωθούμαι κλπ. ρ.μ.

    Большой русско-греческий словарь > довести

  • 19 овладеть

    ρ.σ.μ. (με οργν.).
    1. κυριεύω, καταλαβαίνω, παίρνω•

    овладеть городом κυριεύω την πόλη•

    овладеть стратегической позицией καταλαβαίνω στρατηγική θέση.

    2. υποτάσσω, κάνω υποχείριο. || κατευθύνω όπως θέλω. || γίνομαι κάτοχος, κύριος•

    овладеть имуществом γίνομαι κάτοχος περιουσίας.

    3. μαθαίνω καλά, κατέχω γνωρίζω καλά•

    овладеть русским языком κατέχω τη ρωσική γλώσσα•

    овладеть техникой и наукой καταχτώ την τεχνική και επιστήμη.

    4. καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι, με πιάνει•

    им -ло беспокойство τον κυρίευσε ανησυχία•

    отчаяние им -ло απελπισία τον έπιασε.

    5. αφομοιώνω•

    овладеть зниния-ми αφομοιώνω γνώσεις.

    εκφρ.
    овладеть собой – κυριαρχώ του εαυτού μου, αυτό επιβάλλομαι, συγκρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > овладеть

  • 20 отчаянность

    θ.
    1. απελπισία• απόγνωση•

    положения απελπιστική κατάσταση.

    2. παρατολμία, αποκοτιά, παλαβομάρα• απερισκεψία• ριψοκινδύνευση.
    3. βλ. отчаяние.

    Большой русско-греческий словарь > отчаянность

См. также в других словарях:

  • απελπισία — απελπισία, η και απελπισιά, η το χάσιμο της ελπίδας: Ένα εκτύπαε τ άλλο χέρι από την απελπισία (Σολωμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απελπισία — κ. σιά, η (Μ ἀπελπισία κ. AM ἀπελπιστία) έλλειψη ελπίδων, απόγνωση …   Dictionary of Greek

  • Κίρκεγκορ, Σέρεν Όμπι — (Sören Aabye Kierkegaard, Κοπεγχάγη 1813 – 1855). Δανός φιλόσοφος και θρησκευτικός στοχαστής. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος έμπορος από την Κοπεγχάγη, άκαμπτος λουθηρανός, ο οποίος ανέθρεψε τον γιο του σε αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον και… …   Dictionary of Greek

  • άση — ἄση, η (Α) 1. η αηδία, η ναυτία 2. η αγωνία, η απελπισία 3. ο πόθος 4. η λάσπη του ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συσχετισμός του τ. άση (αιολ. άσα) με το άσαι, απρμφ. αορ. του ρ. *άω «χορταίνω», είναι μεν σημασιολογικά δυνατός, δεν δικαιολογεί όμως τον… …   Dictionary of Greek

  • κερατσισιά — η η ιδιότητα τής κυράτσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεράτσα + κατάλ. ισιά, αναλογικά προς τα μεταρρημ. παρ. σε σ ία / σιά τών ρ. σε ίζω (πρβλ. απελπίζω > απελπισία > απελπισιά, ξεμυαλίζω < ξεμυαλισιά)] …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Krifo scholio — In Greek history, the term Krifó scholió (Greek κρυφό σχολειό or κρυφό σχολείο , lit. Secret school ) refers to allegedly illegal underground schools for teaching the Greek language and Christian doctrines, provided by the Greek Orthodox Church… …   Wikipedia

  • Αίας — I Όνομα δύο μυθολογικών προσώπων. 1. Α. ο Τελαμώνιος. Ομηρικός ήρωας, ο γενναιότερος των Ελλήνων στην Τροία, μετά τον Αχιλλέα, ο οποίος διακρινόταν επίσης για τη μεγαλοπρέπεια και το ήθος του. Ήταν γιος του Τελαμώνα –ο οποίος ήταν γιος του Αιακού …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • ακηδία — ἀκηδία, η (AM) στην Αρχαία Ελληνική και ἀκήδεια) [ἀκηδής] 1. αδιαφορία, αμεριμνησία, ολιγωρία, απάθεια 2. αθυμία 3. εξάντληση, εξασθένηση μσν. (Εκκλ.) 1. ψυχική νωθρότητα, ραθυμία, νωχέλεια, οκνηρία 2. άγχος, αγωνία 3. απελπισία 4. θλίψη 5.… …   Dictionary of Greek

  • ανελπιστία — ἀνελπιστία, η (AM) απουσία ελπίδας, απελπισία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»