Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

απελπίζομαι

  • 1 απελπίζομαι

    [апельпизомэ] ρ. отчаиваюсь

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απελπίζομαι

  • 2 прийти

    прийти 1) έρχομαι, φτάνω· \прийти домой έρχομαι στο σπίτι' \прийти первым φτάνω πρώτος 2) (κ чему-л.) καταλήγω· \прийти к власти έρχομαι στην εξουσία· \прийти к соглашению καταλήγω σε συμφωνία 3) (β какое-либо состояние): \прийти в отчаяние απελπίζομαι, πέφτω σε απελ πισία, καταντώ ◇ мне пришло в голову μου κατέβηκε μια ιδέα
    * * *
    1) έρχομαι, φτάνω

    прийти́ домо́й — έρχομαι στο σπίτι

    прийти́ пе́рвым — φτάνω πρώτος

    2) (к чему-л.) καταλήγω

    прийти́ к вла́сти — έρχομαι στην εξουσία

    прийти́ к соглаше́нию — καταλήγω σε συμφωνία

    прийти́ в отча́яние — απελπίζομαι, πέφτω σε απελπισία, καταντώ

    ••

    мне пришло́ в го́лову — μου κατέβηκε μια ιδέα

    Русско-греческий словарь > прийти

  • 3 отчаиваться

    отчаива||ться
    несов ἀπελπίζομαι:
    я не \отчаиватьсяюсь δέν ἀπελπίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > отчаиваться

  • 4 впадать

    впадать
    несов
    1. (о реке) χύνομαι, ἐκβάλλω·
    2. (в какое-л. состояние) πέφτω, ἐμπίπτω, περιπίπτω:
    \впадать в отчаяние ἀπελπίζομαι, πέφτω σέ ἀπελπισία·
    3. (вваливаться\впадать о щеках и т. п.) κοιλαίνο-μαι, εἶμαι κοίλος· ◊ \впадать в немилость πέφτω σέ δυσμένειά \впадать в детство ξανα-μωραίνομαι· \впадать в ошибку πέφτω σέ σφάλμα, κάνω λάθος· \впадать в противоречие ἔρχο-μαι σέ ἀντίφαση (или ἀντίθεση), ἀντιφάσκω.

    Русско-новогреческий словарь > впадать

  • 5 приходить

    приходить
    несов
    1. Ερχομαι, φθάνω, ἀφικνοδμαι:
    \приходить домой ἐρχομαι στό σπίτι· пароход приходит в пять часов τό βαπόρι φθάνει στίς πέντε ἡ ῶρα· мне приходит в голову мысль... μοῦ ήρθε μιά Ιδέα στό νοῦ...·
    2. (наступать, наставать) ἐρχομαι, φθάνω:
    приходит ночь νύχτωσε·
    3. (в какое-л. состояние) ἐρχομαι, περιέρχομαι, πέφτω:
    \приходить в отчаяние ἀπελπίζομαι, μέ πιάνει ἀπόγνωση· -\приходить в восторг κατενθουσιάζομαι· \приходить в бешенство γίνομαι ἔξω φρενών· \приходить в изумление μένω κατάπληκτος· \приходить в негодность γίνομαι ἀχρηστος, πέφτω σέ ἀχρηστία· \приходить в упадок παρακμάζω, πέφτω σέ παρακμή· ◊ \приходить всебя συνέρχομαι· \приходить к заключению φθάνω στό συμπέρασμα· \приходить к соглашению καταλήγω σέ συμφωνία, συμφωνώ-\приходить на помощь Ιρχομαι νά βοηθήσω· \приходить к концу τελειώνω.

    Русско-новогреческий словарь > приходить

  • 6 терять

    терять
    несов в разн. знач. χάνω:
    \терять ключи χάνω τά κλειδιά· \терять· Дорогу χάνω τό δρόμο· \терять терпение χάνω τήν ὑπομονή μου· \терять зрение χάνω τήν ὅραση (μου)-\терять время χάνω καιρό· не \терять надежды δέν ἀπελπίζομαι· \терять силу юр. παύω νά ἰσχύω· \терять на чем-л. βγαίνω χαμένος· \терять в чьем-л. мнении ξεπέφτω στήν ἐκτίμηση κάποιου· ◊ \терять по́чву под ногами χάνω τό ἐδαφος κάτω ἀπ' τα πόδια μου· \терять голову χάνω τά λογικά μου· \терять кого-либо из виду χάνω κάποιον ἀπό τά μάτια μου· нечего \терять δέν χάνω τίποτε.

    Русско-новогреческий словарь > терять

  • 7 унывать

    уныв||ать
    несов χάνω τό θάρρος, ἀπελπίζομαι, ἀποθαρρύνομαι:
    не \уныватьай! μἡν ἀπελπίζεσαι!

    Русско-новогреческий словарь > унывать

  • 8 отчаиваться

    [αττσάιβατ'σα] ρ. απελπίζομαι

    Русско-греческий новый словарь > отчаиваться

  • 9 унывать

    [ουνυβάτ'] ρ. απελπίζομαι

    Русско-греческий новый словарь > унывать

  • 10 отчаиваться

    [αττσάιβατ'σα] ρ απελπίζομαι

    Русско-эллинский словарь > отчаиваться

  • 11 унывать

    [ουνυβάτ'] ρ απελπίζομαι

    Русско-эллинский словарь > унывать

  • 12 волос

    πλθ. волосы, κ. απλ. волоса, волос, -ам α.
    τρίχα. || πλθ. -сы μαλλιά, κόμη•

    схватить за -сы πιάνω•

    ало τα μαλλιά•

    он совсем без -ос αυτός είναι τελείως φαλακρός•

    седые -ы γκρίζια μαλλιά.

    εκφρ.
    до седых -ос – ώσπου ν’ ασπρίσω (να γεράσω)•
    ни на волос – ούτε μια τρίχα (καθόλου)•
    рвать ή драть на себе -ы – τραβώ τα μαλλιά μου (απελπίζομαι).

    Большой русско-греческий словарь > волос

  • 13 отчаяться

    -аюсь, -аешься
    ρ.σ.
    1. απελπίζομαι, χάνω κάθε ελπίδα•

    отчаяться увидеться с родными χάνω κάθε ελπίδα να ιδωθώ με τους συγγενείς•

    отчаяться в спасении χάνω κάθε ελπίδα σωτηρίας.

    2. αποτολμώ, αποκοτώ, ριψοκινδυνεύω.

    Большой русско-греческий словарь > отчаяться

  • 14 поникнуть

    -ну, -нещь, παρλθ. χρ. поник
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. поникший κ. поникнувший ρ.σ. γέρνω, κλίνω προς τα κάτω, ρέπω, λυγίζω• χαμηλώνω, σκύβω•

    колосья пшеницы -кли от бури τα στάχια του σιταριού έπεσαν από τη θύελλα•

    поникнуть голову σκύβω το κεφάλι.

    || μτφ. δυσθυμώ, βαρυοθυμώ, σκυθρωπάζω, γίνομαι κατηφής.
    εκφρ.
    поникнуть духом – μελαγχολώ απελπίζομαι, χάνω το ηθικό.

    Большой русско-греческий словарь > поникнуть

  • 15 прийти

    приду, придшь, παρλθ. χρ. пришл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. пришедший,
    επιρ. μτχ. придя
    ρ.σ.
    1. έρχομαι φτάνω αφικνού-μοα•

    отец -шёл домой с работы ο πατέρας ήρθε στο σπίτι από τη δουλειά•

    почта -шла без опоздания το ταχυδρομείο ήρθε χωρίς καθυστέρηση•

    поезд -шёл поздно вечером το τρένο ήρθε αργά τη νύχτα•

    зима -шла ο χειμώνας ήρθε.

    || επιστρέφω, γυρίζω.
    2. εμφανίζομαι, αναφαίνομαι, παρουσιάζομαι. || φτάνω, καταλήγω•

    прийти к соглашению, καταλήγω σε συμφωνία•

    прийти к заключению φτάνω στο συμπέρασμα.

    3. με την πρόθεση «В» και μερικά αφηρημένα ουσ. αποδίδονται στα ελληνικά με ρήμα με σημ. από το ουσιαστικό: прийти в ужас φρικιάζω•

    прийти в бешенство λυσσώ, λυσσιάζω•

    прийти в восторг ενθουσιάζομαι•

    прийти в негодование αγανακτώ•

    прийти в отчаяние απελπίζομαι•

    прийти в недоумение αμηχανώ•

    прийти в негодность αχρηστεύομαι•

    прийти к упадок ξεπέφτω, παρακμάζω.

    εκφρ.
    прийти в головуκ. παλ. прийти в мысль έρχομαι στο μυαλό, στη σκέψη•
    прийти в движение – κινούμαι, μπαίνω-σε κίνηση•
    прийти в себя – συνέρχομαι•
    прийти в чувство ή в сознание – ανακτώ τις αισθήσεις•
    прийти на помощь – έρχομαι σε βοήθεια.
    1. έρχομαι, πέφτω•

    седьмое число -лось в пятницу η εφτά του μήνα έπεσε μέρα Παρασκευή.

    2. συμπίπτω, ταιριάζω,πηγαίνω•

    прийти по росту ταιριάζω στο ανάστημα•

    прийти по ноге ταιριάζω στο πόδι•

    этот ключ -тся αυτό το κλειδί θα ταιριάξει.

    3. (απρόσ.)• θαχρειαστεί, θα πρέπει, θα παραστεί ανάγκη,θαεπιβληθεί•

    мне -дтся ночевать здесь θα χρειαστεί να διανυχτερέψω εδώ.

    || (απρόσ.) λαχαίνω, τυχαίνω•

    что -тся ό,τι τύχει•

    как -тся όπως λάχει•

    когда -тся όταν τύχει.

    4. (απρόσ.) πέφτει στο μερτικό.
    5. (απλ.) κοστίζω, στοιχίζω• αξίζω.
    εκφρ.
    прийти по вкусу (по сердцу, по нраву, по душе) – μου αρέσει, μου γουστάρει•
    прийти кстати – έρχομαι στην ώρα, στην κατάλληλη στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > прийти

  • 16 разочаровать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разочарованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    απογοητεύω, αποκαρδιώνω• αποθαρρύνω• απελπίζω.
    απογοητεύομαι, αποκαρδιώνομαι• αποθαρρύνομαι• απελπίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разочаровать

См. также в других словарях:

  • απελπίζομαι — απελπίζομαι, απελπίστηκα, απελπισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δεσπεράρω — απελπίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξένου όρου πρβλ. ιταλ. disperare < λατ. desperare] …   Dictionary of Greek

  • ντεσπεράρω — (Μ) απελπίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. desperar < λατ. despero «απελπίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συναπογιγνώσκω — Μ απελπίζομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπογιγνώσκω «απελπίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • αελπτώ — ἀελπτῶ ( έω) (Α) [ἄελπτος] (μόνο στη μτχ.) δεν έχω ελπίδα, απελπίζομαι, απογοητεύομαι, βρίσκομαι σε απόγνωση …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • απαγορεύω — (AM ἀπαγορεύω) [αγορεύω] δεν επιτρέπω να γίνει κάτι, εμποδίζω μσν. 1. απελπίζομαι, απογοητεύομαι 2. αποφεύγω 3. ( ομαι) απελπίζω κάποιον αρχ. 1. σταματώ, διακόπτω, εγκαταλείπω 2. κουράζομαι, εξαντλούμαι 3. μεταπείθω κάποιον 4. διακηρύσσω 5. (για… …   Dictionary of Greek

  • απαλγώ — ἀπαλγῶ ( έω) (AM) 1. απομακρύνω θλίψη, πόνο, στενοχώρια, παύω να πονώ 2. απελπίζομαι …   Dictionary of Greek

  • αποκρυώνω — (Μ ἀποκρυώνω) Ι. νεοελλ. 1. κάνω κάτι να χάσει τη θερμότητά του 2. κάνω κάποιον να ψυχρανθεί, να στενοχωρηθεί μσν. φρ. «ἀποκρυώνει ἡ καρδιά μου» μένω αδιάφορος II. ( ομαι) μσν. νεοελλ. απελπίζομαι …   Dictionary of Greek

  • απορρίπτω — κ. απορίχνω, κ. ρίχτω (AM ἀπορρίπτω) 1. αρνούμαι να δεχθώ κάτι, δεν εγκρίνω 2. περιφρονώ κάποιον, αδιαφορώ για κάποιον μσν. νεοελλ. αναθέτω τη φροντίδα κάποιου πράγματος σε κάποιον νεοελλ. Ι. ( ρίπτω) (για μαθητές και σπουδαστές) δεν προάγω σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»