-
1 ошибаться
ошибатьсянесов, ошибиться сов σφάλλω, κάνω λάθος, ἀπατῶμαι, γελιέμαι, πλανῶμαι:\ошибаться в вычислениях κάνω λάθος στους λογαριασμούς· \ошибаться в ком-л. πέφτω Εξω στή γνώμη μου γιά κάποιον \ошибаться дверью κάνω λάθος στή πόρτα. -
2 обманываться
[αμπμάνυβατ'σα] ρ. απατώμαι -
3 обманываться
[αμπμάνυβατ'σα] ρ απατώμαι -
4 вдаться
вдамся, вдашься, вдастся, вдадимся, вдадитесь, вдадутся, παρλθ. χρ. вдался, -лась, -лось, προστκ. вдайся, ρ.σ.1. εισχωρώ, εισέρχομαι, εισδύω, μπαίνω μέσα•море далеко -лось в берег η θάλασσα βαθιά εισχώρησε στην ξηρά.
2. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι, ρίχνομαι με τα μούτρα•он -лся в философию αυτός επεδόθηκε στη φιλοσοφία.
εκφρ.вдаться в крайности – μεταπηδώ από τη μια πλευρά στην άλλη, από τη μια άποψη στην άκρως αντίθετη•вдаться в обман – ξεγελιέμαι, απατώμαι•вдаться в подробности – ξανοίγομαι σε λεπτομέρειες -
5 заблуждаться
ρ.δ. πλανώμαι, απατώμαι, λαθεύω, γελιέμαι•вы -етесь считая его искренним человеком απατάστε αν θεωρείτε αυτόν ειλικρινή άνθρωπο.
-
6 нажечь
-жгу, -жжшь, -жгут, παρλθ. χρ. нажг-жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нажженный, βρ: -жжен, -жжена, -жженоρ.σ.μ. (με ποσοτική σημ.)βλ. жечь.1. βλ. жечься.2. την παθαίνω, απατώμαι, καίγομαι•нажечь на покупке με γέλασαν στο αγόρασμα.
-
7 облапошивать
-
8 обмануть
-ану, -анешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обманутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. απατώ, εξαπατώ, (ξε)γελώ•обмануть покупателя απατώ (κλέβω) τον αγοραστή•
я -ул его первого апреля τον γέλασα την πρωταπριλιά•
не -ешь не продашь αν δεν ξεγελάσεις δεν πουλάς.
|| μτφ. διαψεύδω, ματαιώνω•он -ул е надежды, ожидания αυτός διέψευσε τις ελπίδες, τις προσδοκίες της.
2. (για συζυγούς) απατώ.3. (για κόρη) παραπλανώ, αποπλανώ, εξαπατώ.1. απατώμαι, εξαπατώμαι, (ξε) γελιέμαι, την παθαίνω, την πατώ, πιάνομαι, κορόιδο, πέφτω θύμα απάτης.2. (για ελπίδες κ.τ.τ.) διαψεύδομαι. -
9 ошибиться
-бусь, -бшься, παρλθ. χρ. ошибся, -лась, -лосьρ.σ. λαθεύω, σφάλλω, κάνω λάθος, σφάλμα, απατώμαι, πλανώμαι•-дверью κάνω λάθος στην πόρτα (πηγαίνω σε άλλη)•
если не -бусь αν δε θα κάνω λάθος•
я -бся в подсчте έκανα λάθος στο λογαριασμό•
я -бся в расчте έπεσα έεω στον υπολογισμό•
я -бся на его счёт έπεσα έξω ως προς αυτόν ή ως προς το ποιόν του.
-
10 переманивать
См. также в других словарях:
απατώμαι — απατώμαι, απατήθηκα, απατημένος βλ. πίν. 61 Σημειώσεις: απατώμαι : η έννοια διαφοροποιείται από το απατιέμαι σημαίνει κάνω λάθος, γελιέμαι (σε στερεότυπες κυρίως εκφράσεις, του τύπου αν δεν απατώμαι ή απατάσαι αν... κτλ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀπατῶμαι — ἀπατάω cheat pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἀπατάω cheat pres ind mp 1st sg ἀπατάω cheat pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Paratatikos — (griechisch παρατατικός) ist die Bezeichnung für eine Form der grammatischen Vergangenheit (siehe auch Präteritum) bei der Bildung griechischer Verbformen. Die Begriffe Präteritum und Paratatikos sind jedoch nicht deckungsgleich, da im… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
απατώ — (AM ἀπατῶ, άω) 1. εξαπατώ, παραπλανώ, μεταχειρίζομαι δόλο εναντίον κάποιου νεοελλ. 1. διαπράττω μοιχεία («η γυναίκα του τον απατά») 2. (για κόρη) ξεπλανεύω, ξεπαρθενεύω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου 2. (απολ.) είμαι απατηλός, εσφαλμένος 3 … Dictionary of Greek
αυταπατώμαι — ( άομαι) απατώ τον εαυτό μου, σχηματίζω λανθασμένη κρίση για κάτι δικό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) * + απατώμαι ( άομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
διατυγχάνω — (Α) απατώμαι, αποτυγχάνω, κάνω λάθος … Dictionary of Greek
διαψεύδω — (ΑΝ) αποδεικνύω κάτι ως ψευδές ή κάποιον ως ψεύτη νεοελλ. εκ τών πραγμάτων αποδεικνύω ως αστήρικτο αρχ. 1. απατώ, γελώ 2. αρνούμαι 3. (με γεν.) (για πρόσ. και πράγματα) απατώμαι, πλανώμαι … Dictionary of Greek