-
1 απαρνούμαι
ἀπαρνέομαιdeny utterly: pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀπαρνέομαιdeny utterly: pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) -
2 ἀπαρνοῦμαι
ἀπαρνέομαιdeny utterly: pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀπαρνέομαιdeny utterly: pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) -
3 απαρνούμαι
(ε)1) отказываться, отвергать; 2) отрекаться -
4 ἀπ-αρνέομαι
ἀπ-αρνέομαι, dep. pass., abschlagen, verweigern, οὐκ ἀπαρνοῠμαι τὸ μή Soph. Ai. 96; Ant. 439; τὴν πείρασιν Thuc. 6, 56; ablehnen, wie τοὔνομα Dem. 21, 189; ἀπαρνηϑῆναι Plat. Phaedr. 256 a; Sp.; läugnen, Her. 8, 69; οὐκ ἀπαρνήσεσϑαι, μὴ οὐχί Plat. Gorg. 461 c; in derselben Bedeutung ἀπαρνηϑήσομαι Soph. Phil. 523.
-
5 απαρνιέμαι
απαρνιέμαιούμαι см. απαρνούμαι -
6 ἀπαρνέομαι
A : [tense] aor.ἀπηρνησάμην Call.Cer. 75
, 107, A.R.3.1133 (v.l.), Ev.Matt.16.24, al., but in Trag. and [dialect] Att., , E.Hipp. 1266, Th.6.56, etc.:—deny utterly, Hdt. 6.69;κλέψαντες ἀπαρνεῖσθαι Antipho 2.3.4
;μή.. ἀπαρνηθεὶς γένῃ Pl. Sph. 217c
; ἀπαρνηθῆναί τι to refuse, reject it, Th. l.c., etc.; ἀ. μή c. inf.,τὸν.. ἀπαρνηθέντα μὴ χρᾶναι E.
l.c.; οὐκ ἀπαρνοῦμαι τὸ μή (sc. δρᾶσαι) S.Ant. 443, Aj.96;τίνα οἴει ἀπαρνήσεσθαι μὴ οὐ..; Pl. Grg. 461c
;οἷός ἐστι μὴ ἂν ἀ. χαρίσασθαι Id.Phdr. 256a
.3 ἀ. ἑαυτόν deny oneself, Ev.Matt.16.24, al.II [voice] Pass., [tense] fut. ἀπαρνηθήσεται it shall be denied or refused, S.Ph. 527, cf. Ev.Luc.12.9, dub. in LXXIs.31.7: [tense] aor.ὥνθρωπος ἓν μὲν οἶδεν, ἓν δ' ἀπηρνήθη
was refused,Herod.
4.74.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαρνέομαι
См. также в других словарях:
απαρνούμαι — απαρνούμαι, απαρνήθηκα, απαρνημένος βλ. πίν. 74 και πρβλ. απαρνιέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απαρνούμαι — κ. απαρνιέμαι (ΑΜ ἀπαρνοῦμαι, έομαι) αρνούμαι τελείως κάτι, αποκηρύσσω, απορρίπτω, εγκαταλείπω νεοελλ. φρ. «απαρνούμαι τα εγκόσμια» περιβάλλομαι το μοναχικό ή ιερατικό σχήμα αρχ. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι … Dictionary of Greek
ἀπαρνοῦμαι — ἀπαρνέομαι deny utterly pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀπαρνέομαι deny utterly pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκηρύσσω — (AM ἀποκηρύσσω, Α κ. ττω) 1. απαρνούμαι, αποδοκιμάζω δημόσια 2. αρνούμαι την πατρότητα τέκνου, αποκληρώνω 3. εκκλ. αποκόπτω κάποιον από τη χριστιανική κοινότητα, τον αφορίζω νεοελλ. απαρνούμαι όσα δεχόμουν προηγουμένως αρχ. 1. γνωστοποιώ δημόσια… … Dictionary of Greek
άπαρνος — ἄπαρνος, ον (Α) 1. αυτός που αρνείται τελείως κάτι 2. παθ. αυτός που τον έχουν απαρνηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < απαρνούμαι, με μεταρρηματικό σχηματισμό (πρβλ. έξαφνος)] … Dictionary of Greek
αναίνομαι — ἀναίνομαι (Α) 1. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι, αποκρούω, απορρίπτω με περιφρόνηση ή βδελυγμία 2. απαρνούμαι, αποκηρύσσω, δεν αναγνωρίζω 3. αποφεύγω να κάνω κάτι 4. ντρέπομαι, δυσανασχετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * στερ. + αἴνομαι «βεβαιώνω, δέχομαι,… … Dictionary of Greek
αναδύομαι — (Α ἀναδύομαι) ανέρχομαι στην επιφάνεια τού νερού νεοελλ. παρουσιάζομαι ξαφνικά, ξεπροβάλλω, ξεφυτρώνω αρχ. 1. οπισθοχωρώ, υποχωρώ, αποσύρομαι 2. κρατιέμαι μακριά από κάποιον ή κάτι, διστάζω, αποφεύγω 3. (για ποταμούς) εκλείπω, αφανίζομαι 4.… … Dictionary of Greek
αναπάρνητος — η, ο [απαρνούμαι] αυτός, τον οποίο δεν απαρνείται ή δεν μπορεί να απαρνηθεί κανείς, ή αυτός που δεν πρέπει κάποιος να τόν αθετήσει … Dictionary of Greek
απαναίνομαι — ἀπαναίνομαι (Α) απαρνούμαι, απορρίπτω … Dictionary of Greek
αποστατώ — (ΑΜ ἀποστατώ, έω) νεοελλ. 1. στασιάζω, επαναστατώ 2. αποσκιρτώ, αποσχίζομαι αρχ. 1. στέκομαι μακριά από κάποιον 2. αποχωρίζομαι, απαρνούμαι 3. λείπω, απουσιάζω 4. ξεμακραίνω, στέκομαι μακριά … Dictionary of Greek
αποτάσσω — κ. τάζω κ. ποτάζω, τάσσω (AM ἀποτάσσω, Α κ. τάττω, Μ κ. ποτάσσω) 1. αποχωρίζω 2. ( ομαι) απαρνούμαι, αποκηρύσσω («ἀπετάξω τῷ Σατανᾷ; ἀπεταξάμην») μσν. νεοελλ. αποκτώ νεοελλ. (για αξιωματικό) τιμωρώ με απόταξη αρχ. μσν. εξουσιάζω αρχ. Ι. 1. αποσπώ … Dictionary of Greek