-
1 απαλλάσσομαι
[апаллассоьэ] р освобождаюсь. -
2 απαλλαξειω
-
3 καθήκον
(-οντος) τό1) задача;βασικό καθήκον — основная задача;
2) долг, обязанность;πλ. обязанности (служебные);συναίσθηση τού καθήκοντος — чувство долга;
άνθρωπος τού καθήκοντος — человек долга;
αναλαμβάνω καθήκοντα — брать на себя обязанности; — приступать к исполнению обязанностей; — вступать в должность;
απαλλάσσομαι των καθηκόντων μου — освобождаться от занимаемой должности;
υπερβαίνω τα καθήκοντα μου превышать свою власть;θεωρώ καθήκον μου — считать своим долгом, своей обязанностью;
επιβάλλω ως καθήκον — вменять что-л, в обязанность
См. также в других словарях:
απαλλάσσομαι — απαλλάσσομαι, απαλλάχθηκα και απαλλάχτηκα, απαλλαγμένος βλ. πίν. 95 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀπαλλάσσομαι — ἀπαλλάσσω set free pres ind mp 1st sg ἀπαλλάσσω set free pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεμπερδένω — απαλλάσσομαι, ελευθερώνομαι, ξεμπερδεύω («κι αν ξεμπερδέσω ς μια μερά, σ άλλη μεταμπερδένω», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπλασμ. τ. τού ξεμπερδεύω] … Dictionary of Greek
απαλλάσσω — (AM ἀπαλλάσσω κ. ττω) [αλλάσσω] Ι. ενεργ. 1. αφαιρώ, απομακρύνω κάτι κακό από κάποιον, ελευθερώνω, ανακουφίζω 2. αποσύρω κατηγορία, αθωώνω II. (μέσ. κ. παθ.) απελευθερώνομαι, γλυτώνω αρχ. ενεργ. (μτβ. κ. αμτβ.) 1. ξεφορτώνομαι, ξεμπλέκω,… … Dictionary of Greek
ησυχάζω — και συχάζω (AM ἡσυχάζω) Ι. (αμτβ.) 1. βρίσκομαι σε ησυχία, είμαι ήσυχος, ηρεμώ, είμαι σε ηρεμία, αδρανώ 2. συνεκδ. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω («ἡ ἀπορία τοῡ μὴ ἡσυχάζειν» η έλλειψη αναπαύσεως, Θουκ.) 3. συνεκδ. πλαγιάζω, κοιμάμαι 4.… … Dictionary of Greek
αποκαθαίρω — ἀποκαθαίρω (Α) 1. καθαρίζω, σφουγγίζω 2. (για μέταλλα) αφαιρώ τις άχρηστες ουσίες 3. (για τη φωνή) μιλώ καθαρά 4. απομακρύνω, απαλλάσσομαι από κάτι 5. μέσ. καθαρίζομαι, απαλλάσσομαι από κάτι … Dictionary of Greek
απομεριμνώ — ἀπομεριμνῶ ( άω) (Α) παύω να ενδιαφέρομαι για κάτι, αδιαφορώ μσν. 1. απαλλάσσομαι από τις μέριμνες 2. απαλλάσσομαι από τη βιοτική μέριμνα, ησυχάζω, πεθαίνω … Dictionary of Greek
προσεπιλύομαι — Μ απαλλάσσομαι, εκφράζομαι ελεύθερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιλύομαι «απαλλάσσομαι»] … Dictionary of Greek
ανακουφίζω — (Α ἀνακουφίζω) 1. λιγοστεύω το βάρος κάποιου πράγματος, ελαφρώνω, ξαλαφρώνω 2. σηκώνω, ανασηκώνω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. ελαφρώνω κάποιον από τα βάρη του, τις υποχρεώσεις ή τις οικονομικές δυσχέρειες, συντρέχω, βοηθώ, ενισχύω 2. απαλλάσσω κάποιον… … Dictionary of Greek
ανακύπτω — (Α ἀνακύπτω) [κύπτω] 1. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά 2. ακολουθώ σαν αποτέλεσμα, προκύπτω νεοελλ. συνέρχομαι από κάποια συμφορά, αναλαμβάνω, ανακτώ τις δυνάμεις μου (σωματικές ή ψυχικές) αρχ. 1. σηκώνω ψηλά ή κλίνω προς τα πίσω το κεφάλι 2 … Dictionary of Greek
αναπαύω — (Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω) Ι. ενεργ. 1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω 3. σκοτώνω κάποιον, τόν «βγάζω απ’ τη μέση» ΙΙ. μέσ. 1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία… … Dictionary of Greek