-
1 απαγωγή
[апагоги] ουσ. Θ. увод, похищение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απαγωγή
-
2 похищение
-я ουδ.αρπαγή κλέψιμο απαγωγή•похищение документов κλοπή εγγράφων•
похищение красавицы Елены η απαγωγή της ωραίας Ελένης.
-
3 водоотлив
(в шахтном стволе) η άντληση/απαγωγή νερού/ύδατος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > водоотлив
-
4 отвод
1. (отбор) η εκροή 2. (ответвление) η σύνδεση, η διακλάδωση 3. (удаление) η απομάκρυνση, η απαγωγή, η εξαγωγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отвод
-
5 похищение
η απαγωγή, το κλέψιμο, η αρπαγή, η κλοπή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > похищение
-
6 увод
1. (куда-л. из какого-л. места) η μεταφορά, η μετακίνηση 2. (воровство, угон) η απαγωγή, η αρπαγή, το κλέψιμο 3. тех. η μετατόπιση, η παρέκκλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > увод
-
7 абсурд
абсурдм τό παράλογο[ν], τό ἄτοπο[ν]:доведение до \абсурда ἡ εἰς ἄτοπο ἀπαγωγή. -
8 похищение
похищениес ἡ κλοπή, τό κλέψιμο, ἡ κλεψιά (кража) / ἡ ἀπαγωγή (человека). -
9 увод
уводм ἡ ἀπομάκρυνση [-ις]/ ἡ ἀπαγωγή, ἡ ἀρπαγή (похищение). -
10 увоз
увозм ἡ ἀποκομιδή, ἡ μεταφορά, ἡ ἀπομάκρυνση/ ἡ ἀπαγωγή, ἡ ἀρπαγή (похищение). -
11 угон
угонм (похищение) ἡ ἀπαγωγή, τό κλέψιμο. -
12 угон
[ουγκόν] ουσ. α απαγωγή, κλέψιμο -
13 угон
[ουγκόν] ουσ α απαγωγή, κλέψιμο -
14 отвод
-а α.1. απαγωγή, απομάκρυνση, απόσυρση. || μεταφορά, οδήγηση σε...2. στροφή, αλλαγή κατεύθυνσης. || παροχέτευση, διοχέτευση. || απώθηση, απόκρουση• πάρσιμο. || αποτροπή, πρόληψη, αποσόβηση.3. απόρριψη, αποποίηση• μη έγκριση.4. παραχώρηση, χορήγηση.5. πολλαπλασιασμός με καταβολάδες.6. εξαίρεση•заявить отвод против свидетелей υποβάλλω αίτηση εξαίρεσης κατά των μαρτύρων.
7. (για σωλήνες, καλώδια κλπ.) διακλάδωση.8. το έλασμα ολίσθησης του έλκηθρου.9. περίζωμα, κορνίζα, γύρος• παρυφή, κράσπεδο.10. παλ. κλήρος γης.εκφρ.для -а глаз – για τα μάτια, για το θεαθήναι•полоса -а – ζώνη εδάφους για οδοποιία. -
15 увод
-а α.μεταφορά, μετακίνηση• πάρσιμο•увод раненых μεταφορά των τραυματιών.
|| απαγωγή, κλέψιμο (χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων).(τεχ.) μετατόπιση, παρέκκλιση, ξέ-φευγμα (από την κανονική θέση). -
16 угонка
-и θ.1. βγάλσιμο των ζώων στη βοσκή. || μεταφορά εσπευσμένη ή βίαιη. || άρπασμα, κλέψιμο, απαγωγή. || αποστολή, στάλσιμο.2. καταδίωξη θηράματος.3. αποφυγή του θηράματος από το πιάσιμο των σκύλων. -
17 умыкание
-я ουδ.απαγωγή, κλέψιμο κοριτσιού (νύφης).
См. также в других словарях:
ἀπαγωγῇ — ἀπαγωγή leading away fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγωγή — leading away fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαγωγή — η (AM ἀπαγωγή) [απάγω] 1. αρπαγή ατόμου από τον τόπο της διαμονής του με τη βία ή με τη θέληση του 2. φρ. «ἀπαγωγὴ ἐς ἄτοπον» αποδεικτική μέθοδος που χρησιμοποιείται για την απόδειξη προτάσεων της μορφής «αν ισχύει η υπόθεση π, τότε ισχύει και το … Dictionary of Greek
απαγωγή — η 1. αρπαγή ανθρώπου: Στην απαγωγή του παιδιού είχε και συνένοχο. 2. (γυμν.), κίνηση κάποιου μέλους του σώματος προς τα έξω: Απαγωγή των χεριών! 3. (λογ.), συλλογιστική μέθοδος (λέγεται και παραγωγή) που από το γενικό πάει στο μερικό· (μαθ.), «σε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
АПАГОГЭ — • Άπαγωγή, назывался у афинян особенно тяжкий и по формам судопроизводства, и по последствиям вид публичного обвинения, существенно отличавшийся от υραωή (см. это слово). Тогда как при обыкновенном письменном обвинении (γραφή)… … Реальный словарь классических древностей
ἀπαγωγαῖς — ἀπαγωγή leading away fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγωγαί — ἀπαγωγή leading away fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγωγῆς — ἀπαγωγή leading away fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγωγήν — ἀπαγωγή leading away fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγωγῶν — ἀπαγωγή leading away fem gen pl ἀπαγωγός leading away masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek