Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

απέναντι

  • 1 απέναντι

    [апэнацди] εκίρ. напротив.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απέναντι

  • 2 напротив

    напротив
    1. нареч ἀπέναντι, ἀντίκρυ, κατάντικρυ, ἀγνάντια:
    он живет \напротив κατοικεί απέναντι·
    2. предлог с род. п. ἀπέναντι ἀπό, ἀντίκρυ ἀπό:
    \напротив дома ἀπέναντι ἀπό τό σπίτι· \напротив меня ἀπέναντι μου·
    3. вводн. сл. (наоборот) κάθε ἄλλο, ἀπεναντίας.

    Русско-новогреческий словарь > напротив

  • 3 другой

    1. αντων. άλλος, έτερος•

    и тот и другой κι ο ένας κι ο άλλος, και οι. δυο•

    приходите другой раз ελάτε άλλη φορά•

    он работает более, чем кто-либо другой αυτός εργάζεται όσο κανένας άλλος•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    и те и -ие και οι μεν και οι δε (όλοι)•

    и тот и другой και ο ένας και ο άλλος, και ο μεν και ο δε, αμφότεροι, και οι, δυο•

    тем или -им образом με τον ένα ή τον άλλον τρόπο•

    кто-то другой κάποιος άλλος•

    никто другой κανένας άλλος•

    с другой стороны από το άλλο μέρος, αφ' ετέρου•

    -ими словами μ' άλλα λόγια.

    2. διάφορος, διαφορετικός•

    после женитьбы он стал другой σαν παντρεύτηκε έγινε άλλος (άνθρωπος), διαφοροποιήθηκε•

    зто -бе дело αυτή είναι άλλη υπόθεση, διαφέρει το πράγμα.

    || αντικείμενος, αντίθετος, ο απέναντι, ο αντίπερα•

    перейти на -ую сторону улицы περνώ στο απέναντι, μέρος του δρόμου•

    πλθ. -ие οι υπόλοιποι, οι άλλοι•

    не обращай внимание на -их, делай по своему μη κοιτάζεις τους άλλους, κάμε όπως καταλαβαίνεις ο ίδιος.

    3. δεύτερος, επόμενος, άλλος•

    уже -ая неделя, как он уехал είναι δεύτερη βδομάδα που έφυγε•

    на -день την άλλη μέρα•

    один за -им ο ένας μετά τον άλλον.

    || κάποιος, άλλος•

    -ому человеку так не понять, как он понимает ένας άλλος δε θα καταλάβει, όπως αυτός εννοεί,

    εκφρ.
    смотреть -ими глазами – βλέπω μ' άλλο μάτι (διαφορετικά). -ими словами μ' άλλα λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > другой

  • 4 противолежать

    βρίσκομαι/τίθεμαι ένα-ντί/απέναντί του
    - щий αντικρυνός, ο ευρισκόμενος απέναντι/έναντι

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > противолежать

  • 5 напротив

    напротив απέναντι, αντίκρυ
    * * *
    απέναντι, αντίκρυ

    Русско-греческий словарь > напротив

  • 6 против

    против 1) (напротив) απέναντι, αντίκρυ 2) (навстречу) ενάντια, κόντρα 3) (вопреки) παρά* εναντίον, κατά· \против воли παρά τη θέληση· выступать \против διαφωνώ* иметь что-л. \против έχω κάτι αντίρρηση· за и \против υπέρ και κατά
    * * *
    1) ( напротив) απέναντι, αντίκρυ
    2) ( навстречу) ενάντια, κόντρα
    3) ( вопреки) παρά; εναντίον, κατά

    про́тив во́ли — παρά τη θέληση

    выступа́ть про́тив — διαφωνώ

    име́ть что́-л. про́тив — έχω κάτι αντίρρηση

    за и про́тив — υπέρ και κατά

    Русско-греческий словарь > против

  • 7 против

    против
    предлог с род. п.
    1. (напротив) ἀπέναντι, ἀντίκρυ:
    остановиться \против дома σταματώ ἀπέναντι ἀπό τό σπίτι·
    2. (навстречу) ἐνάντια, κόντρα:
    \против течения ἐνάντια στό ρεδμα, ἀναπόταμα· плыть \против ветра πλέω κόντρα στον ἄνεμο·
    3. (вопреки, вразрез) κατά, παρά, ἐναντίον:
    \против всякого ожида́ния ἐντελ!ώς ἀναπάντεχα, παρά πἄσαν προσδοκίαν \против совести παρά τήν συνείδησιν \против воли παρά τή θέληση· выступать \против διαφωνώ, ἀντιλέγω, κατακρίνὠ быть \против εἶμαι ἀντίθετος, εἶμαι κατά, διαφωνώ· иметь что-л, \против ἔχω ἀντίρρηση· я ничего не имею \против δέν ἔχω καμμιά ἀντίρρηση· за и \против ὑπέρ καί κατά·
    4. (по сравнению) σέ σύγκριση μέ, σχετι-κά [-ῶς]:
    вдвое больше \против прошлого года διπλάσιο σέ σύγκριση μέ τό περσινό· ◊ средство \против ревматизма φάρμακο γιά τους ρευματισμούς· три \против одного τρεις μέ ἐναν.

    Русско-новогреческий словарь > против

  • 8 визави

    1. επίρ. απέναντι, αντίκρυ, βιζαβί.
    2. ουσ. α. κ. θ. ο απέναντι, ο αντικρινός.

    Большой русско-греческий словарь > визави

  • 9 напротив

    επίρ. κ. πρόθ.
    1. έναντι, απέναντι, αντίκρυ•

    прямо напротив ακριβώς απέναντι, κατάντικρυ, βιζαβί.

    2. άλλως, αλλιώς, αλλιώτικα αντίθετα, τουναντίον, απεναντίας•

    я полагал -εγώ υπέθετα αντίθετα•

    здесь плохо?, хорошо εδώ είναι, άσχημα; напротив τουναντίον, καλά.

    Большой русско-греческий словарь > напротив

  • 10 против

    σύνδ.
    1. απέναντι, έναντι, αντίκρυ•

    -дома стоит высокое дерево απέναντι από το σπίτι υπάρχει ψηλό δέντρο.

    2. κατά, προς•

    смотреть против солнца κοιτάζω κατά τον ήλιο.

    || παρά, χωρίς•

    против воли отца παρά τη θέληση του πατέρα•

    против моего желания παρά την επιθυμία μου.

    || ενάντια, αντίθετα, κόντρα•

    ты не дспротив лжен идти против родителей δεν πρέπει να πηγαίνεις ενάντια προς τους γονείς.

    3. αντίθετα•

    плыть против течения πλέω αντίθετα προς το ρεύμα•

    против ветра αντίθετα προς τον άνεμο.

    4. κατά, για•

    лекарство против кашля φάρμακο για το βήχα.

    || κατά, παρά•

    ошибка против языка, против грамматики λάθος γλωσσικό, γραμματικό.

    5. κατά, εναντίον•

    десять шансов против одного δέκα πιθανότητες κατά μιας.

    εκφρ.
    я не против – δεν είμαι ενάντιος, δεν έχω αντίρρηση.

    Большой русско-греческий словарь > против

  • 11 противный

    επ. (γραπ. λόγος).
    1. αντικρινός, ο απέναντι•

    дом стоял на -ом берегу το σπίτι ήταν στη απέναντι όχθη.

    || αντίθετος•

    -ое течение αντίθετο ρεύμα•

    противный ветер αντίθετος άνεμος.

    || αντίπαλος, αντιμαχόμενος.
    2. ενάντιος, αντιτιθέμενος•

    -ое мнение αντίθετη γνώμη•

    действие -ое закону πράξη παράνομη.

    || (με δοτ.) αντιφατικός, αντινομικός•

    противный совести αντίθετος προς τη συνείδηση,

    3. ουσ. ουδ. -ое το ενάντιο, το αντίθετο•

    утверждать -ое υποστηρίζω το αντίθετο.

    εκφρ.
    в -ом случае – σε ενάντια περίπτωση.
    επ.
    βλ. отвратительный.

    Большой русско-греческий словарь > противный

  • 12 противолежащий

    επ.
    αντικείμενος, αντι-κρυνός, ο απέναντι•

    -ая сторона η απέναντι πλευρά.

    Большой русско-греческий словарь > противолежащий

  • 13 противоположный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно.
    1. αντικρινός, ο απέναντι αντιμέτωπος αντικριστός•

    противоположный берег η απέναντι ή αντικρινή όχθη•

    -ые двери αντικριστές πόρτες.

    2. αντίθετος•

    -ые мнения αντίθετες γνώμες, αντιγνωμίες•

    -ые интересы αντίθετα συμφέροντα.

    Большой русско-греческий словарь > противоположный

  • 14 тот

    та, то (αντων.).
    1. εκείνος, -η -ο•

    тот ученик εκείνος ο μαθητής•

    та женщина εκείνη η γυναίκα•

    то яблоко εκείνο το μήλο•

    ни этот инструмент, а тот όχι αυτό το εργαλείο, αλλά εκείνο•

    с того дня από εκείνη τη μέρα•

    с того времени από εκείνο τον καιρό, αντικρινός• άλλος• ο απέναντι, ο αντίπερα•

    тот по той стороне улицы από την άλλη πλευρά του δρόμου•

    на том берегу реки στην απέναντι όχθη του ποταμού.

    || (για χρόνο, περιστατικά, κατάσταση) περασμένος• επόμενος•

    я просил у него книгу ещё в той неделе του ζήτησα το βιβλίο ακόμα από κείνη τη βδομάδα•

    собрать сно того года μαζεύω χόρτο για τον άλλο (επόμενο) χρόνο.

    || αυτός, -ή, -ό•

    тем или иным способом με αυτόν ή τον άλλον τρόπο•

    с той и с гругой стороны από αυτό και από το άλλο μέρος.

    2. ακριβώς αυτός, εκείνος (με το μόριο же)• в тот же день την ίδια ακριβώς μέρα. || то άκλ. το ίδιο, το αυτό•

    тот рассказывать одно и то же διηγούμαι το ίδιο και το ίδιο, ένα και το αυτό.

    εκφρ.
    тот или другой (иной) – αυτός (εκείνος) ή ο άλλος, ο ένας ή ο άλλος (οποιοσδήποτε)•
    до того – σε τέτοιο βαθμό• τόσο δυνατά• (и) без того (και) χωρίς αυτό (εκείνο), κι έτσι•
    тот не то, что (чтоб, чтобы)...., а... – όχι τόσο, όσο•
    не то, что (чтобы) – όχι πολύ, όχι εντελώς•
    не то что..., а... – όχι μόνο...., αλλά και...• и то (απλ.) σωστά, πραγματικά (ως απάντηση)• (да) и то сказать και βέβαια, δικαιολογημένα, εύλογα•
    то-с; то да с; (и) то и с, – αυτό και τούτο, αυτό και τ άλλο•
    ни то ни с – α) ούτε εκείνο ούτε αυτό (τούτο), ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε αυτό ούτε τούτο-β) ούτε καλά, ούτε άσχημα, ούτε κλαίει, ούτε γελάει, έτσι κι έτσι, μέτρια•
    ни с того ни с сего – χωρίς καμιά αιτία, χωρίς κανένα λόγο από το τίποτε•
    ни с того ни с сего рассердился и ушл – από το τίποτε θύμωσε και έφυγε•
    тем самым – α) μ αυτό το ίδιο. β) ταυτόχρονα, συνάμα, μαζί.

    Большой русско-греческий словарь > тот

  • 15 берег

    η ακτ/ή, η παραλία, (суша) η στεριά, (реки) η όχθη·
    морской - η ακτή, η ακρογιαλιά
    το ακρογιάλι, ο γιαλός, противоположный - αντίθετη/απέναντι -, αντικρυνή -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > берег

  • 16 противостояние

    (астр) η αντίθετη θέση (των δυο αστέρων/πλανητών το ένα απέναντι στο άλλο).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > противостояние

  • 17 неоплатный

    неопла́тн||ый
    прил ἀνεξόφλητος, ἀξε-πλήρωτος:
    я у вас в \неоплатныйом долгу τό χρέος μου ἀπέναντί σας εἶναι ἀνεξόφλητο.

    Русско-новогреческий словарь > неоплатный

  • 18 противолежащий

    противолежа́щ||ий
    прил ἀντικρυνός, ἀπέναντι:
    \противолежащийие углы мат οἱ ἐναλλάξ γωνίες.

    Русско-новогреческий словарь > противолежащий

  • 19 напротив

    [ναπρότιφ] εκίρ. απέναντι

    Русско-греческий новый словарь > напротив

  • 20 напротив

    [ναπρότιφ] επίρ απέναντι

    Русско-эллинский словарь > напротив

См. также в других словарях:

  • ἀπέναντι — opposite indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απέναντι — (AM ἀπέναντι) επίρρ. έναντι, αντίκρυ νεοελλ. 1. ενώπιον, κατά πρόσωπον 2. σε σχέση με («απέναντί μου έδειξε καλοσύνη») 3. για μερική απόσβεση («έδωσε απέναντι δέκα χιλιάδες») …   Dictionary of Greek

  • απέναντι — επίρρ. τοπ. 1. αντίκρυ: Το σπίτι του είναι απέναντι στο δικό μου. 2. σε σύγκριση, σε σχέση: Τα λεφτά είναι λίγα απέναντι στη δουλειά που έκανα. 3. (εμπορ.), για να δειχτεί ότι κάποιος έδωσε ή πήρε μέρος από ένα ποσό: Το ταμείο δίνει σήμερα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • πέραν — ΝΑ (επικ. και ιων. τ. πέρην) επίρρ. (ως τοπ.) 1. στο απέναντι ή στο αντίθετο μέρος, στην απέναντι πλευρά, αντίπερα κάποιου («πέραν τοῡ Ἑλλησπόντου», Θουκ.) 2. πιο πέρα από κάτι, επέκεινα («ἐπήλθε πέραν τοῡ χειμάρρου τῶν κέδρων, ὅπου ἦν κήπος»,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …   Dictionary of Greek

  • παραλληλόγραμμο — Τετράπλευρο με τις απέναντι πλευρές του παράλληλες. Οι απέναντι πλευρές κάθε π. είναι ίσες, το ίδιο και οι απέναντι γωνίες του. Η ευθεία δύο απέναντι κορυφών π. ονομάζεται διαγώνιός του. Το π. έχει δύο διαγωνίους. Τα τμήματα των διαγωνίων π. με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»