-
1 απάνθρωπος
[апантропос] εκ. бесчеловечный, жестокий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απάνθρωπος
-
2 бесчеловечный μπιστσιλαβιέτσνυΐ/][/*] επ. απάνθρωπος
[μπιστσιέστιτ'] ρ. ντροπιάζωРусско-греческий новый словарь > бесчеловечный μπιστσιλαβιέτσνυΐ/][/*] επ. απάνθρωπος
-
3 бесчеловечный μπιστσιλαβιέτσνυΐ][/*] επ απάνθρωπος
[μπιστσιέστιτ'] ρ ντροπιάζωРусско-эллинский словарь > бесчеловечный μπιστσιλαβιέτσνυΐ][/*] επ απάνθρωπος
-
4 бесчеловечный
-
5 бесчеловечный
бесчеловечн||ыйприл ἀπάνθρωπος. -
6 злодейский
злодей||скийприл κακούργος, ἐγκληματικός, ἀπάνθρωπος. -
7 лютый
лют||ыйприл1. (свирепый) θηριώδης, ἄγριος (о животных)/ ἀπάνθρωπος (о человеке)·2. перен ἀσπονδος:\лютыйая ненависть τό ἄσπονδο μίσος·3. (о морозе и т. п.) δυνατός. -
8 бесчеловечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноαπάνθρωπος, σκληρός. -
9 варварский
επ.1. βαρβαρικός.2. απολίτιστος. || σκληρός, άγριος, απάνθρωπος. || ακαλαίσθητος, άτεχνος, χοντροκομμένος. -
10 волчий
-ья, -ье, επ.1. λυκίσιος, του λύκου•-ья шкура λυκίσιο δέρμα•
-ья стая κοπάδι λύκων.
2. μτφ. σκληρός, κακός, απάνθρωπος, θηριώδης• αρπαχτικός•-ьи законы σκληροί νόμοι.
εκφρ.волчий аппетит – κυνορεξία, λίμα•- ья пасть – λυκόστομα•волчий билет ή паспорт – (στην τσαρική Ρωσία) ταυτότητα με υποσημείωση: αμφίβολος (κοινωνικών φρονημάτων)•- чья яма – α) λυκοπαγίδα με λάκκο» β) στρατ. τάφρος, ντάπια. -
11 жестокий
επ., βρ: -ток, -а, -о; жесточайший.1. σκληρός, ανελέητος, άσπλαχνος, αλύπητος• απάνθρωπος•-ое обращение с пленными σκληρή μεταχείριση των αιχμαλώτων жестокий ροκ αδυσώπητη μοίρα.
2. δυνατός, δριμύς•-ая обида κόλαφος, μεγάλη προσβολή•
-ая стужа τσουχτερό κρύο•
-ая зима βαρύς χειμώνας•
жестокий ветер σφοδρός άνεμος.
|| αυστηρός•-ие законы αυστηροί νόμοι.
|| δεινός, επίμονος, ανένδοτος• σθεναρός•-ая борьба δεινός αγώνας•
-ие бой σκληρές μάχες•
-ое сопротивление σθεναρή αντίσταση.
-
12 зверский
επ.1. βλ. звериный.2. θηριώδης, άγριος, σκληρός, θηριόψυχος, απάνθρωπος.3. υπερβολικός, πολύ δυνατός, γερός•зверский аппетит κυνορεξία•
-ая жара υπερβολική ζέστη.
-
13 изуверский
επ.θρήσκο μανή ς, φανατικός. || μτφ. σκληρόκαρδος, άτεγκτος, απάνθρωπος. -
14 каннибал
-а α. (γραπ. λόγος) κανίβαλος. || μτφ. άγριος, θηριώδης, απάνθρωπος. -
15 каннибальский
επ.κανιβαλικός, άγριος, απάνθρωπος, θηριώδης. -
16 лютый
κ. (απλ.) лютойεπ.θηριώδης, αιμοβόρος. || μτφ. σκληρός, άσπλαχνος, απάνθρωπος•лютый человек σκληρόκαρδος άνθρωπος.
|| δυνατός, ισχυρός•лютый мороз δριμύ ψύχος•
лютый голод λιμός.
|| αφοσιωμένος, δοσμένος ολόψυχα. -
17 нечеловеческий
επ.1. μη ανθρώπινος•. -ие отношения μη ανθρώπινες σχέσεις.2. υπεράνθρωπος•-ие усилия υπεράνθρωπες προσπάθειες.
|| απάνθρωπος•нечеловеческий ужас απερίγραπτη φρίκη.
-
18 нечеловечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноαπάνθρωπος• μη ανθρωπινός.
См. также в других словарях:
ἀπάνθρωπος — far from man masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάνθρωπος — η, ο (για ανθρώπους και για τις πράξεις τους) άγριος, βάρβαρος, σκληρός αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται μακριά από τους ανθρώπους, έρημος 2. αντικοινωνικός … Dictionary of Greek
απάνθρωπος — η, ο επίρρ. α σκληρός, άσπλαχνος: Το φέρσιμό του ήταν απάνθρωπο ακόμη και στους ίδιους τους γονείς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπανθρωπότερον — ἀπάνθρωπος far from man adverbial comp ἀπάνθρωπος far from man masc acc comp sg ἀπάνθρωπος far from man neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπανθρωποτάτων — ἀπάνθρωπος far from man fem gen superl pl ἀπάνθρωπος far from man masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπανθρωπότατα — ἀπάνθρωπος far from man adverbial superl ἀπάνθρωπος far from man neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπανθρωπότατον — ἀπάνθρωπος far from man masc acc superl sg ἀπάνθρωπος far from man neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπανθρώπως — ἀπάνθρωπος far from man adverbial ἀπάνθρωπος far from man masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάνθρωπον — ἀπάνθρωπος far from man masc/fem acc sg ἀπάνθρωπος far from man neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπανθρωποτάτη — ἀπάνθρωπος far from man fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπανθρωποτάτην — ἀπάνθρωπος far from man fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)