-
1 использовать
-
2 целина
целина ж η χέρσα γη; освоить \целинау αξιοποιώ τη χέρσα γη* * *жη χέρσα γηосво́ить целину́ — αξιοποιώ τη χέρσα γη
-
3 осваивать
αφομοιώνω, απορροφώ, αξιοποιώ, μαθαίνω- новые земли καλλιεργώ νέα εδάφη, εκχερσώνω νέες εκτάσειςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > осваивать
-
4 make (good) use of
He makes use of his training; He puts his training to good use in that job.) αξιοποιώ, επωφελούμαι από -
5 make the most of (something)
(to take advantage of (an opportunity etc) to the greatest possible extent: You'll only get one chance, so you'd better make the most of it!) εκμεταλλεύομαι στο έπακρο,αξιοποιώ πλήρως -
6 make the most of (something)
(to take advantage of (an opportunity etc) to the greatest possible extent: You'll only get one chance, so you'd better make the most of it!) εκμεταλλεύομαι στο έπακρο,αξιοποιώ πλήρως -
7 make (good) use of
He makes use of his training; He puts his training to good use in that job.) αξιοποιώ, επωφελούμαι από -
8 put to (good) use
He makes use of his training; He puts his training to good use in that job.) αξιοποιώ, επωφελούμαι από -
9 put to (good) use
He makes use of his training; He puts his training to good use in that job.) αξιοποιώ, επωφελούμαι από -
10 reclaim
[ri'kleim]1) (to ask for (something one owns which has been lost, stolen etc and found by someone else): A wallet has been found and can be reclaimed at the manager's office.) ζητώ να μου επιστραφεί2) (to make (wasteland) fit for use; to get back (land) from under the sea etc by draining etc.) αξιοποιώ, αποξηραίνω• -
11 tap
I 1. [tæp] noun(a quick touch or light knock or blow: I heard a tap at the door.) ελαφρό χτύπημα2. verb((often with at, on or with) to give a light knock (on or with something): He tapped at/on the window.) χτυπώ ελαφρά- tap-dancer II 1. [tæp] noun((American faucet) any of several types of device (usually with a handle and valve that can be shut or opened) for controlling the flow of liquid or gas from a pipe, barrel etc: Turn the tap off/on!) βρύση, κάνουλα2. verb1) (to start using (a source, supply etc): The country has many rich resources that have not been tapped.) αντλώ, αξιοποιώ2) (to attach a device to (someone's telephone wires) in order to be able to listen to his telephone conversations: My phone was being tapped.) παγιδεύω με `κοριό` -
12 освоить
-ою, -оишьρ.σ.μ.αφομοιώνω, αξιοποιώ καλλιεργώ•освоить грамматических правил αφομοιώνω τους γραμματικούς κανόνες•
освоить новые земли καλλιεργώ νέα εδάφη.
|| καταχτώ, γνωρίζω επιστημονικά•освоить крайный север καταχτώ τον Ακρο Βορά.
|| συνηθίζω, εξοικιώνω.αφομοιώνω•освоить с философской терминологией αφομοιώνω τη φιλοσοφική ορολογία.
|| εξοικιώνομαι, συνηθίζω (για περιβάλλον κλίμα κ.τ.τ.). -
13 растратить
ρ.σ.μ.1. δαπανώ, ξοδεύω•растратить все деньги ξοδεύω όλα τα χρήματα;
2. καταχρώμαι• τρώγω•он -ил чужие деньги αυτός καταχράστηκε ξένα χρήματα.
3. μτφ. χρησιμοποιώ άσκοπα, δεν αξιοποιώ. -
14 exploit
1) αξιοποιώ2) εκμεταλλεύομαι
См. также в других словарях:
αξιοποιώ — αξιοποιώ, αξιοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αξιοποιώ — ( έω) 1. με κατάλληλες ενέργειες χρησιμοποιώ τις ικανότητες και δυνατότητες προσώπου, ομάδας, θεσμού κ.λπ. αναδεικνύοντας την αξία τους 2. (για περιοχή) καθιστώ κατάλληλη για εκμετάλλευση … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
επωφελούμαι — (AM ἐπωφελῶ, έω) [ωφελώ] νεοελλ. χρησιμοποιώ, αξιοποιώ τις δυνατότητες που μού παρέχονται για να ωφεληθώ («επωφελήθηκε από την περίσταση») αρχ. ωφελώ, βοηθώ («κεῑνον θέλων ἐπωφελῆσαι ταῡτ’ ἓδρα», Σοφ.) … Dictionary of Greek
ξανακαινουργιώνω — και ξανακαινουριώνω και ξανακαινουργώνω (Μ ξανακαινουργιώνω και ξανακαινουργώνω) 1. κάνω κάτι εκ νέου καινούργιο, ανακαινίζω 2. επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη κατάσταση του, αποκαθιστώ 3. (για γνώσεις, σοφία) αξιοποιώ και βελτιώνω 4.… … Dictionary of Greek
χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… … Dictionary of Greek
χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… … Dictionary of Greek