-
1 αξίζω
[аксизо] р. стоить, иметь цену, быть достойным.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αξίζω
-
2 заслужить
-ужу, -ужишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заслуженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. αξίζω, είμαι άξιος, μου αξίζει, μου πρέπει•заслужить награду αξίζω αμοιβής•
заслужить наказание αξίζω τιμωρίας.
2. αξίζω προσφέροντας υπηρεσία,εκδούλευση.3. ανταποδίδω (εξυπηρέτηση, εκδούλευση κ.τ.τ.). -
3 удостоить
-ою, -оишьρ.σ.μ.1. κρίνω άξιο βράβευσης• βραβεύω• τιμώ με βραβείο•удостоить награды τιμώ με βραβείο•
2. αξιώνω, καταδέχομαι, ευαρεστούμαι• στέργω• αξίζω•удостоить не -ит кого-нибудь ответом απαξιώ να απαντήσω σε κάποιον.
εκφρ.удостоить чести кого – τιμώ κάποιον.1. τιμούμαι• βραβεύομαι•удостоить высшей награды τιμούμαι με το ανώτατο βραβείο.
2. αξίζω• αξιώνομαι•он -лся её улыбки αυτός αξιώθηκε του χαμόγελου της.
εκφρ.удостоить чести – ειρν. αξίζω τιμής, τιμούμαι. -
4 годиться
-
5 заслуживать
заслуживать, заслужить αξίζω, είμαι άξιος \заслуживать доверие είμαι άξιος εμπιστοσύνης* * *= заслужитьαξίζω, είμαι άξιοςзаслу́живать дове́рие — είμαι άξιος εμπιστοσύνης
-
6 стоить
стоить 1) κοστίζω, στοιχίζω· сколько \стоитьт...? πόσο στοιχίζει...; πόσο κάνει...; 2) (заслуживать) αξίζω ◇ не \стоитьт благодарности παρακαλώ, τίποτε* * *1) κοστίζω, στοιχίζωско́лько сто́ит...? — πόσο στοιχίζει...; πόσο κάνει...
2) ( заслуживать) αξίζω••не сто́ит благода́рности — παρακαλώ, τίποτε
-
7 стоить
сто́||итьнесов1. (о денежной стоимости) στοιχίζω, κοστίζω:сколько это \стоитьит? πόσο κοστίζει;·2. (заслуживать) ἀξίζω, εἶμαι ἀξιος· они́ \стоитьят друг дру́га βρήκε ὁ Φίλιππος τό Ναθαναήλ·3. безл (имеет смысл, следует) ἀξίζω:\стоитьит ли из-за этого огорчаться δέν ἀξίζει τόν κόπο νά στενοχωριέστε· \стоитьит только захотеть... φτάνει μόνο νά τό θελήσει κανείς...· ◊ не \стоитьит благодарности παρακαλώ· ему́ ничего́ не \стоитьит сделать это τοῦ εἶναι πολύ ἐΰκολο νά τό κάνει· игра не \стоитьит свеч погов. τἴ ναι ὁ κάβουρας τί· ναι τό ζουμί του. -
8 заслуживать
ρ.δ.1. βλ. заслужить (1 σημ.).2. αξίζω•сообщение -ет доверия η ανακοίνωση είναι αξιόπιστη.
είμαι άξιος, αξίζω. -
9 годиться
годи́||тьсянесов1. (быть годным) ἀρμόζω, ἀξίζω:это никуда не \годитьсятся αὐτό εἶναι ἀπαράδεκτο·2. (быть подходящим, быть впору) ταιριάζω, εἶμαι κατάλληλος:ботинки мне не годятся τά παπούτσια δέν μοῦ κάνουν ◊ так поступать не \годитьсятся δέν ἐπιτρέπεται (или δέν κάνει) νά φέρ(ν)εται κανείς ἐτσι· он тебе в подметки не \годитьсятся αὐτός δέν ἀξίζει ὁβτε τό δαχτυλάκι σου. -
10 заслуживать
заслуживатьнесов, заслужить сов ἀξίζω, εἶμαι ἀξιος:\заслуживать доверие εἶμαι ἄξιος ἐμπιστοσύνης. -
11 шить
шитьнесов ράβω, ράπτω:\шить на машинке ράβω στήν ραπτομηχανή· \шить на руках ράβω μέ τό χέρι· \шить шелком κεντώ μέ μετάξι· \шить. серебром ἀσημοκεντώ· \шить золотом χρυσοκεντώ· ◊ шито белыми нитками φαίνεται ἀπό μακρυά· не лыком шит разг κάτι ἀξίζω, κάτι καταλαβαίνω· шито-крыто ὁὔτε γάτα ὁὔτε ζημιά, τά κάνω πλακάκια. -
12 годиться
[γκαντίτ'σγια] ρ. αξίζω -
13 заслуживать
[ζασλουζύβατ"] ρ. αξίζω -
14 годиться
[γκαντίτ'σγια] ρ αξίζω -
15 заслуживать
[ζασλουζύβατ"] ρ αξίζω -
16 обмелеть
-ет ρ.σ.1. γίνομαι ρηχός, άβαθος.2. καθίζω, εγγίζω τρόπιδα στο βυθό.3. μτφ. δεν αξίζω τίποτε, ξεπέφτω, βρίσκω τον πάτο. -
17 прийти
приду, придшь, παρλθ. χρ. пришл-шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. пришедший,επιρ. μτχ. придяρ.σ.1. έρχομαι φτάνω αφικνού-μοα•отец -шёл домой с работы ο πατέρας ήρθε στο σπίτι από τη δουλειά•
почта -шла без опоздания το ταχυδρομείο ήρθε χωρίς καθυστέρηση•
поезд -шёл поздно вечером το τρένο ήρθε αργά τη νύχτα•
зима -шла ο χειμώνας ήρθε.
|| επιστρέφω, γυρίζω.2. εμφανίζομαι, αναφαίνομαι, παρουσιάζομαι. || φτάνω, καταλήγω•прийти к соглашению, καταλήγω σε συμφωνία•
прийти к заключению φτάνω στο συμπέρασμα.
3. με την πρόθεση «В» και μερικά αφηρημένα ουσ. αποδίδονται στα ελληνικά με ρήμα με σημ. από το ουσιαστικό: прийти в ужас φρικιάζω•прийти в бешенство λυσσώ, λυσσιάζω•
прийти в восторг ενθουσιάζομαι•
прийти в негодование αγανακτώ•
прийти в отчаяние απελπίζομαι•
прийти в недоумение αμηχανώ•
прийти в негодность αχρηστεύομαι•
прийти к упадок ξεπέφτω, παρακμάζω.
εκφρ.прийти в голову – κ. παλ. прийти в мысль έρχομαι στο μυαλό, στη σκέψη•прийти в движение – κινούμαι, μπαίνω-σε κίνηση•прийти в себя – συνέρχομαι•прийти в чувство ή в сознание – ανακτώ τις αισθήσεις•прийти на помощь – έρχομαι σε βοήθεια.1. έρχομαι, πέφτω•седьмое число -лось в пятницу η εφτά του μήνα έπεσε μέρα Παρασκευή.
2. συμπίπτω, ταιριάζω,πηγαίνω•прийти по росту ταιριάζω στο ανάστημα•
прийти по ноге ταιριάζω στο πόδι•
этот ключ -тся αυτό το κλειδί θα ταιριάξει.
3. (απρόσ.)• θαχρειαστεί, θα πρέπει, θα παραστεί ανάγκη,θαεπιβληθεί•мне -дтся ночевать здесь θα χρειαστεί να διανυχτερέψω εδώ.
|| (απρόσ.) λαχαίνω, τυχαίνω•что -тся ό,τι τύχει•
как -тся όπως λάχει•
когда -тся όταν τύχει.
4. (απρόσ.) πέφτει στο μερτικό.5. (απλ.) κοστίζω, στοιχίζω• αξίζω.εκφρ.прийти по вкусу (по сердцу, по нраву, по душе) – μου αρέσει, μου γουστάρει•прийти кстати – έρχομαι στην ώρα, στην κατάλληλη στιγμή. -
18 пристать
ρ.σ.1. (επι)κολλώ•грязь -ла к одежде η λάσπη κόλλησε στα ρούχα.
2. μολύνομαι• αρπάζω•к нему -ла малярия αυτός κόλλησε ελονοσία.
3. ενοχλώ, σκοτίζω. || γίνομαι φόρτωμα, φορτικός, κολλώ.4. συνδέομαι, προσχωρώ, συνασπίζομαι.5. προσορμίζομαι, αγκυροβολώ, αράζω.6. καταλύω, ξενιζομαι.7. (απρόσ.) αξίζω, αρμόζω, ταιριάζω, πρέπω•тебе не -ло заниматься такими разговорами δεν αρμόζει σε σένα να ασχολήσαι με τέτοιες κουβέντες.
|| με πάει, μου πηγαίνει, με φέρνει καλά, μου ταιριάζει.8. κουράζομαι, αποσταινω• -
19 просить
прошу, просишь, μτχ. ενστ. Προ проситьсящий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прошенный, βρ: -шен, -а, -оρ.δ.1. μ. ζητώ, αιτώ•просить помощи ζητώ βοήθεια•
просить прощения ζητώ συγγνώμη.
|| προτείνω, παρακαλώ•-шу садиться παρακαλώ καθήστε•
здесь -ят не курить παρακαλείστε να μη καπνίζετε εδώ•
просить соблюдать тишину παρακαλώ να τηρηθεί ησυχία.
2. φροντίζω• ενδιαφέρομαι.3. (προσ)καλώ, φωνάζω.4. μ. (γ1• просить εμπορευματική τιμή)• ζητώ•он -ит дорого αυτός ζητά ακριβά.
5. ζητώ ελεημοσύνη.6. παλ. μηνύω, κάνω μήνυση.εκφρ.прошу (вас) – ω-ρίστε, περάστε, κοπιάστε.1. παρακαλώ• ζητώ• θέλω, επιθυμώ•просить отпуск ζητώ άδεια•
просить гулять ζητώ (θέλω) να πάω περίπατο.
2. αιτούμαι, ζητώ•просить на службу ζητώ να προσληφθώ στη υπηρεσία.
3. μτφ. ταιριάζω, αξίζω.εκφρ.просить наружу ή из души – (για αισθήματα) θέλω να βγω έξω, να ξεσπάσω, (να ξεθυμάνω). -
20 сани
-ей πλθ. χιονολισθητήρας• έλκηθρο•сани ехать на ή в -ях πηγαίνω με το έλκηθρο.
εκφρ.не в свой сани сесть – πιάνω θέση (στηνυπηρεσία, κοινωνία) που δεν αξίζω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αξίζω — βλ. πίν. 33 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ., και ως απρόσ. αξίζει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αξίζω — [άξιος] Ι. 1. έχω χρηματική αξία, στοιχίζω, κοστίζω 2. (για πράγματα ή πνευματικές δημιουργίες) είμαι καλός στο είδος μου, συγκεντρώνω πλεονεκτήματα 3. (για πρόσωπα) α) είμαι ηθικά και πνευματικά ανώτερος, συγκεντρώνω αρετές β) είμαι ικανός, έχω… … Dictionary of Greek
αξίζω — μόνο στον ενεστ. και πρτ. 1. έχω αξία σε χρήμα: Το αυτοκίνητο αυτό δεν αξίζει πολλά πράγματα. 2. έχω ικανότητες, είμαι άξιος: Στις εξετάσεις για υποτροφία έδειξε τι άξιζε. 3. ανταποκρίνομαι επάξια σε κάτι, μου πρέπει: Την άξιζε αυτή τη θέση. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αξιάζω — κ. αξάζω (Μ ἀξιάζω κ. ἀξάζω) 1. αξίζω, έχω αξία 2. (μτχ.) αξαζούμενος (κ. ζόμενος) άξιος, ικανός, («φρόνιμο κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αξίζω + καταλ. ιάζω ή < ουσ. αξία ο τ. αξάζω κατά το σχ. (ι)σιάζω > (ι)… … Dictionary of Greek
άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… … Dictionary of Greek
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek
αμεύομαι — ἀμεύομαι (Α) (δωρικός τύπος σε χρήση μόνο στον μέλλοντα και αόριστο) 1. ξεπερνώ, νικώ 2. διέρχομαι, διαπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ρηματικός τ. που αρχικά σήμαινε «κινώ, διακινώ», κατόπιν «ανταλλάσσω» και τελικά προσέλαβε, κατ’ επέκταση, τη… … Dictionary of Greek
δύναμαι — (AM δύναμαι) 1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώ («ὥστε μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.) 2. έχω την ελευθερία, το δικαίωμα να κάνω κάτι («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ») 3. είμαι κατάλληλος («γῆ δυναμένη… … Dictionary of Greek
εκδουλεύω — ἐκδουλεύω (Μ) 1. υπηρετώ ως δούλος 2. κερδίζω με τη δουλειά μου, αποκτώ 3. αξίζω να πάθω κάτι 4. προσφέρω υπηρεσίες … Dictionary of Greek
ισχύω — (ΑΜ ἰσχύω) [ισχύς] 1. είμαι ισχυρός, ασκώ επιρροή, επιδρώ («ισχύει η ικανότητα και όχι τα πολιτικά μέσα») 2. έχω νομικό κύρος («η διάταξη δεν ισχύει πλέον») 3. είμαι σε εφαρμογή («το εισιτήριο σας έληξε, δεν ισχύει πια») (νεοελλ. μσν.) έχω τη… … Dictionary of Greek