Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανώτερος

  • 1 ανώτερος

    [анотэрос] εκ. высший

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανώτερος

  • 2 верхний

    верхний ανώτερος, υψηλό τερος" \верхний этаж το επάνω πά τωμα \верхнийяя одежда το πανω φόρι
    * * *
    ανώτερος, υψηλότερος

    ве́рхний эта́ж — το επάνω πάτωμα

    ве́рхняя оде́жда — το πανωφόρι

    Русско-греческий словарь > верхний

  • 3 высокий

    высокий 1) (υ) ψηλός; μεγάλος (большой) \высокийого роста υψηλού αναστήματος' \высокийое давление η υψηλή πίεση·\высокийая температура (у больного) о ( μεγάλος) πυρετός \высокийие цены οι υψηλές τιμές 2) (превосходный) ανώτερος, άριστος ◇ \высокийие договаривающиеся сто роны дип. τα υψηλά συμβαλ λόμενα μέρη \высокий гость о υψη λός ξένος
    * * *
    1) (υ)ψηλός; μεγάλος ( большой)

    высо́кийого ро́ста — υψηλού αναστήματος

    высо́кийое давле́ние — η υψηλή πίεση

    высо́кийая температу́ра (у больного) — о (μεγάλος) πυρετός

    высо́кийие це́ны — οι υψηλές τιμές

    2) ( превосходный) ανώτερος, άριστος
    ••

    Высо́кие Догова́ривающиеся Сто́роны — дип. τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη

    высо́кий гость — ο υψηλός ξένος

    Русско-греческий словарь > высокий

  • 4 старший

    старший 1) (по возрасту) μεγαλύτερος, πρεσβύτερος; \старший брат о μεγαλύτερος (или μεγάλος) αδερφός; \старшийая сестра η μεγαλύτερη αδερφή 2) (по положению ) ανώτερος 3) (о классе и т.п.) μεγάλος; \старшийие классы οι μεγάλες τάξεις
    * * *
    1) ( по возрасту) μεγαλύτερος, πρεσβύτερος

    ста́рший брат — ο μεγαλύτερος ( или μεγάλος) αδερφός

    ста́ршая сестра́ — η μεγαλύτερη αδερφή

    2) ( по положению) ανώτερος
    3) (о классе и т. п.) μεγάλος

    ста́ршие кла́ссы — οι μεγάλες τάξεις

    Русско-греческий словарь > старший

  • 5 старший

    старш||ий
    1. прил (по годам) πρεσβύτερος, μεγαλύτερος στά χρόνια, πιό μεγάλος στήν ἡλικία:
    \старший брат ὁ μεγάλος ἀδελφός·
    2. прил (по положению) ἀνώτερος, ἀρχαιότερος:
    \старший мастер ὁ ἀρχι-μάστορας·
    3. м ὁ γηραιότερος, ὁ πρεσβύτερος/ ὁ ἀνώτερος (по полоокению)·
    4. \старшийие мн. (взрослые) μεγαλύτερος.

    Русско-новогреческий словарь > старший

  • 6 старший

    επ., υπερθ. β. старейший.
    1. πρεσβύτερος, μεγαλύτερος την ηλικία•

    старший брат μεγαλύτερος αδερφός•

    -ая сестра μεγαλύτερη αδερφή•

    старший сын в семье το μεγαλύτερο παιδί στην οικογένεια•

    -ая дочь η μεγαλύτερη θυγατέρα.

    || παλιός, πρότερος, προγενέστερος.
    2. ουσ. πλθ. -ие οι μεγαλύτεροι, οι ενήλικοι.
    3. αρχαιότερος, ανώτερος (στο βαθμό, υπηρεσία)•

    -ая медицинская сестра η αρχινοσοκόμα•

    мастер ο αρχιμάστορας, πρωτομάστορας•

    офицер αρχαιότερος αξιωματικός.

    4. ουσ. ο προϊσταμενος, ο επικεφαλής, ο υπεύθυνος•

    старший отделения ο υπεύθυνος του τμήματος, ο τμηματάρχης.

    5. ανώτερος, μεγαλύτερος•

    -ие классы οι μεγαλύτερες (σχολικές) τάξεις.

    Большой русско-греческий словарь > старший

  • 7 мираж

    ο αντικατοπτρισμός, η οφθαλμαπάτη

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мираж

  • 8 планета

    ο πλανήτης· верхняя - ανώτερος -
    внутренняя - см. нижняя -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > планета

  • 9 высокий

    высо́к||ий
    прил
    1. в разн. знач. ὑψηλός:
    \высокийого роста ὑψηλοῦ ἀναστήματος· \высокийое давление ὑψηλή πίεση/ ἡ ὑπέρταση, ἡ ὑπερπίεση [-ις] (гипертония)· ток \высокийого напряжения ρεϋμα ὑψηλής τάσεως· \высокийая температу́ра ἡ ὑψηλή θερμοκρασία/ ὁ ὑψηλός πυρετός (больного)· \высокийая вода ἡ ὕψωση τῶν ὑδάτων, ἡ πλημμύρα, ἡ φουσ-κονεριά· \высокийие цены οἱ ὑψηλες τιμές· \высокийая йота ἡ ὑψηλή νότα·
    2. (превосходный) ἀνώτερος, ἀριστος:
    \высокийого качества ἀνωτέρας ποιότητας·
    3. (значительный) ὑψηλός, μεγάλος:
    \высокийое звание ὁ ὑψηλός τίτλος· \высокийая ответственность ἡ μεγάλη εὐθύνη· \высокийая честь ἡ μεγάλη τιμἤ занимать \высокий пост κατέχω ὑψηλο ἀξίωμα (или μεγάλη θέση)· ◊ \высокий стиль τό μεγαλοπρεπές ὕφος· \высокий гость ὁ ὑψηλός ξένος· \высокийие договаривающиеся стороны дип. τά ὑψηλά συμβαλλόμενα μέρη· быть \высокийого мнения о чем-л. ἐκτιμώ πολύ, ἔχω περί πολλού.

    Русско-новогреческий словарь > высокий

  • 10 высший

    высш||ий
    прил ἀνώτερος, ἀνώτατος/ ὑπέρτατος (крайний):
    \высшийее образование ἡ ἀνωτάτη ἐκπαίδευση· \высшийее учебное заведение τό ἀνώτατο ἐκπαιδευτικό ίδρυμα, ἡ ἀνωτάτη σχολή· \высший сорт ἡ ἀνωτάτη ποιότης· в \высшийей степени στον ὑπέρτατο βαθμόν \высшийая математика τά ἀνώτερα μαθηματικά· \высшийая мера наказания ἡ ἐσχατη ποινή.

    Русско-новогреческий словарь > высший

  • 11 вышестоящий

    выше||стоящий
    прил ἀνώτερος, προϊστάμενος,

    Русско-новогреческий словарь > вышестоящий

  • 12 офицер

    офицер
    м ὁ ἀξιωματικός:
    младший \офицер ὁ ὑπαξιωματικός· сти́рший \офицер ὁ ἀνώτερος ἀξιωματικός· дежурный \офицер ὁ ἀξιωματικός τής ὑπηρεσίας· \офицер в отставке ὁ ἀπόστρατος ἀξιωματικός· \офицер запаса ὁ ἐφεδρος ἀξιωματικός.

    Русско-новогреческий словарь > офицер

  • 13 подозрение

    подозрение
    с ἡ ὑποψία, ἡ ὑπόνοια:
    возбуждать в ко́м-л, \подозрение γεννώ ὑποψίες, βάζω σέ ὑποψίες· вне \подозрениеий ἀνώτερος πάσης ὑπονοίας.

    Русско-новогреческий словарь > подозрение

  • 14 работник

    работни||к
    м в разн. знач. ὁ ἐργάτης, ὁ δουλευτής/ ὁ ὑπάλληλος (служащий)/ τό στέλεχος (партийный и т. п.):
    на-у́чный \работник ὁ ἐπιστήμων ответственный \работник τό ὑπεύθυνο στέλεχος, ὁ ἀνώτερος ὑπάλληλος· руководящий \работник τό καθοδηγητικό στέλεχος'· партийный \работник τό κομματικό στέλεχος.

    Русско-новогреческий словарь > работник

  • 15 высший

    [βόσσυΐ] επ. ανώτερος

    Русско-греческий новый словарь > высший

  • 16 высший

    [βόσσυϊ] επ ανώτερος

    Русско-эллинский словарь > высший

  • 17 акцизный

    επ.
    1. του φόρου, του δασμού•

    сбор η είσπραξη φόρου.

    2. παλ. ο εφοριακός•

    акцизный чиновник ο εφορας, εφοριακός ανώτερος υπάλληλος•

    акцизный инспектор επιθεωρητής εφορίας.

    3. ως ουσ. α.παλ. βλ. 2 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > акцизный

  • 18 верхушечный

    επ.
    1. κορυφαίος, της κορυφής•

    верхушечный процесс в легких προσβολή των κορυφών των πνευμόνων.

    2. ανώτερος•

    -ые слой общества τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας.

    Большой русско-греческий словарь > верхушечный

  • 19 возвышенный

    επ. από μτχ.
    1. που εξέχει, προεξέχει•

    -ое место εξέχουσα θέση (τοποθεσία).

    2. ανώτερος•

    -ые идеи υψηλές ιδέες.

    Большой русско-греческий словарь > возвышенный

  • 20 высший

    -ая, -ее υπερθ. β. του επ. высокий.
    1. ανώτατος, υπέρτατος•

    -ая судебная инстанция ο ανώτατος δικαστικός οργανισμός•

    -командный состав το ανώτατο διοικητικό σώμα•

    -ее начальство η ανώτατη διοίκηση•

    -ая точка το ανώτατο σημείο•

    -ая форма организации ανώτατη μορφή οργάνωσης•

    -ее учебное заведение ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.

    2. ανώτερος•

    -ее образование ανώτερη μόρφωση•

    -ая математика τα ανώτερα μαθηματικά•

    -ая школа ανώτερη σχολή•

    -ее качество ανώτερη ποιότητα.

    εκφρ.
    высший пилотаж – εναέρια ακροβασία, αεροπορική επίδειξη•
    - ая мера наказания – η εσχάτη των ποινών•
    - ее общество – η ανώτερη κοινωνία•
    в -ей степени – στον ανώτατο (υπερθετικό) βαθμό.

    Большой русско-греческий словарь > высший

См. также в других словарях:

  • ἀνώτερος — upper masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανώτερος — η, ο (Α ἀνώτερος, α, ον) υψηλότερος, υπέρτερος νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη διαβάθμιση ή κατέχει υψηλότερο αξίωμα από άλλους 2. φρ. α) «ανώτερος άνθρωπος» αξιόλογος, εκλεκτός, ολοκληρωμένος ηθικά και πνευματικά β) «ανώτερος… …   Dictionary of Greek

  • ανώτερος — η, ο αυτός που βρίσκεται ψηλότερα από κάποιον άλλο, ο εξαιρετικός: Τον γνωρίζω καλά, είναι άνθρωπος ανώτερος. Φρ. «ανώτερος χρημάτων», αφιλοκερδής, «ανώτερος υποψίας», που δεν μπορούν να υποψιαστούν (συγκριτικός βαθμός από το επίρρ. άνω χωρίς… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνωτέρων — ἀνώτερος upper fem gen pl ἀνώτερος upper masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωτέρως — ἀνώτερος upper adverbial ἀνώτερος upper masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνώτερον — ἀνώτερος upper masc acc sg ἀνώτερος upper neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυλάρχης — Ανώτερος Γάλλος αξιωματούχος. Την εποχή των Φράγκων, ήταν αρχικά ένας κοινός υπηρέτης της αυλής. Στα χρόνια των Καπέτων ο ρόλος του ενισχύθηκε και αποτελούσε έναν από τους πέντε ανώτερους αξιωματούχους του βασιλείου. Εκείνη την εποχή και οι… …   Dictionary of Greek

  • Τσολάκογλου, Γεώργιος — Ανώτερος στρατιωτικός (1886 – 1948). Όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα (1941) και κατέλαβαν τα Γρεβενά, απομόνωσαν τον ελληνικό στρατό που πολεμούσε νικηφόρα στην Αλβανία. Ο στρατηγός T., που βρισκόταν τότε επικεφαλής τμήματος στρατού στο… …   Dictionary of Greek

  • ἀνωτέραις — ἀνώτερος upper fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωτέρη — ἀνώτερος upper fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωτέροις — ἀνώτερος upper masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»