-
1 ανώμαλος
[аномалос] εκ. ненормальный, аномальный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανώμαλος
-
2 неровный
неровн||ыйприл1. ἀνώμαλος, ἄνισος / τραχύς (шероховатый):\неровныйая местность τό ἀνώμαλο ἐδαφος·2. перен ἀστατος, ἀσταθής, ἄτακτος, ἀνώμαλος:\неровныйый характер ὁ ἀσταθής χαρακτήρας· \неровныйый пульс ὁ ἀνώμαλος σφυγμός· \неровныйый стиль τό ἄνισο ὕφος. -
3 неправильный
неправильный ανώμαλος* λαθεμένος, εσφαλμένος (ошибочный)' ανακριβής (неточный)* * * -
4 неровный
-
5 ненормальный
ненормальн||ыйприл1. ἀντικανονικός, ἀνώμαλος, ἐκρυθμος·2. (о человеке) ἀνισόρροπος, ἀνώμαλος. -
6 пересечённый
επ. από μτχ.διακοφτός, ανώμαλος•-ая местность ανώμαλος τόπος.
-
7 ненормально
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ненормально
-
8 аномальный
аномал||ьныйприл ἀνώμαλος. -
9 бугристый
бугристыйприл λοφώδης, ἀνώμαλος, буддизм м ὁ βου(δ)δισμός. -
10 изъезженный
изъез||женный1. прич. от изъездить·2. прил (о дороге) ὁ ἀνώμαλος (или χαλασμένος) δρόμος, δρόμος γεμάτος λακκοῦβες. -
11 нездоровый
нездоров||ыйприл1. (больной) ἀδιάθετος, ἀρρωστος:быть \нездоровыйым εἶμαι ἀρρωστος, δέν εἶμαι καλά·2. (вредный) ἀνθυγιεινός, νοσηρός:\нездоровый климат τό ἀνθυγιεινό κλίμα·3. перен ἀνώμαλος:\нездоровыйые отношения οἱ ἀνώμαλες σχέσεις· \нездоровыйая атмосфера ἡ νοσηρή ἀτμόσφαιρα \нездоровыйье с ἡ ἀδιαθεσία, ἡ ἀρρώστια. -
12 неправильный
непра́вильн||ыйприл - ἀνώμαλος, ἀντικανονικός, ἀκανόνιστος:\неправильныйые черты лица τά ἀκανόνιστα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου·2. (неверный) ὄχι σωστός, λαθεμένος, στραβός / ἐσφαλ· μένος (ошибочный):\неправильныйое суждение ἡ λαθεμένη (или ἐσφαλμένη) κρίση· сделать \неправильныйый ход (в игре) κάνω λαθεμένη κίνηση· ◊ \неправильныйый глагол гран. τό ἀνὠμα-λο[ν] ρήμα· \неправильныйая дробь мат τό νόθον κλάσμα. -
13 неравномерный
неравномерныйприл ἀνισομερής, ἀνισόμετρος, ἀνώμαλος. -
14 нерегулярностьый
нерегулярность||ыйприл ἀνώμαλος, ἀκανόνιστος, ἄτακτος. -
15 перебой
перебо||йм \. (в работе и т. п.) ἡ διακοπή:\перебойи в снабжении ὁ μή κανονικός ἐφοδιασμός·2. мед. ἡ ἀρρυθμία, ἡ διάλειψις:пульс с \перебойями ὁ ἀνώμαλος σφυγμός. -
16 противоестественный
противоестественныйприл ἀφύσικος, παρά φύσιν, ἀνώμαλος. -
17 ненормальный
[νιναρμάλ'νυϊ] εκ. ανώμαλος, ανισόρροπος, αντικανονικός -
18 неправильно
[νυτράβιλ'να] εκίρ. ανώμαλα, όχι σωστά ανώμαλος, όχι σωστός -
19 неравномерный
[νιραβναμιέρνυΐ] εκ. ανισομερής, ανώμαλος -
20 ненормальный
[νιναρμάλ'νυϊ] επ ανώμαλος, ανισόρροπος, αντικανονικός
См. также в других словарях:
ἀνώμαλος — uneven masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανώμαλος — η, ο (Α ἀνώμαλος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ομαλός, ο ακανόνιστος, ανομοιόμορφος 2. (για έδαφος) τραχύς, όχι επίπεδος 3. (για καταστάσεις) τραχώδης, έκρυθμος 4. (Γραμμ.) γραμματικός τύπος, όνομα ή ρήμα, που δεν σχηματίζεται κατά τους γενικούς… … Dictionary of Greek
ανώμαλος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι ομαλός, κανονικός: Το έδαφος σε πολλά σημεία είναι ανώμαλο. 2. ταραχώδης, ακατάστατος: Η πολιτική κατάσταση της χώρας είναι ανώμαλη. 3. (γραμμ.), «ανώμαλα ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα» κτλ., αυτά που δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνώμαλον — ἀνώμαλος uneven masc/fem acc sg ἀνώμαλος uneven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλωτάτη — ἀνώμαλος uneven fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμάλοις — ἀνώμαλος uneven masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμάλῳ — ἀνώμαλος uneven masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώμαλα — ἀνώμαλος uneven neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώμαλοι — ἀνώμαλος uneven masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδυναίτερος — ὀδυναίτερος, έρα, ον (Α) ανώμαλος συγκριτ. τ. τού οδυνηρός ή τού οδυνώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού (που μαρτυρείται παρλλ. με τον συγκριτικό οδυνηρότερος τού ὀδυνηρός) < ὀδύνη + κατάλ. αίτερος (πρβλ. παλ αίτερος, σχολ… … Dictionary of Greek
πεπαίτατος — άτη, ον, Α ανώμαλος τ. υπερθετικού τού πέπω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. υπερθετικού βαθμού τού πέπων, σχηματισμένος πιθ. κατ επίδραση τού πεπαίνω (πρβλ. παλαίτατος)] … Dictionary of Greek