Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανωνυμία

См. также в других словарях:

  • ἀνωνυμία — ἀνωνυμίᾱ , ἀνωνυμία namelessness fem nom/voc/acc dual ἀνωνυμίᾱ , ἀνωνυμία namelessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωνυμίᾳ — ἀνωνυμίᾱͅ , ἀνωνυμία namelessness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανωνυμία — η (Α ἀνωνυμία) ανυπαρξία ονόματος νεοελλ. απόκρυψη ονόματος …   Dictionary of Greek

  • ανωνυμία — η απόκρυψη του ονόματος: Η εφημερίδα σεβάστηκε την ανωνυμία του πληροφοριοδότη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνωνυμίαν — ἀνωνυμίᾱν , ἀνωνυμία namelessness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωνυμίῃ — ἀνωνυμία namelessness fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανώνυμο ή ψευδώνυμο έργο — Τα αρχαιότερα λογοτεχνικά έργα δεν αναφέρουν το όνομα του συγγραφέα, ακόμα και αν σε μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να διαπιστωθούν μέσα σε αυτά εκδηλώσεις που ανάγονται στην παρέμβαση μιας προσωπικότητας αξίας. Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτιστικό… …   Dictionary of Greek

  • αστική οικολογία — Κλάδος της οικολογίας που εξετάζει τις οικολογικές σχέσεις οι οποίες αναπτύσσονται στο εσωτερικό των μεγάλων πόλεων, όπως επίσης και τις αντίστοιχες σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις πόλεις και τον χώρο που τις περιβάλλει. Η χωριστή… …   Dictionary of Greek

  • Anonymity — This article is about identification. For anonymity in Wikipedia, see Wikipedia:Anonymity. For other uses, see Anonymous (disambiguation) and Anonymus (disambiguation). Anonymity is derived from the Greek word ἀνωνυμία, anonymia, meaning without… …   Wikipedia

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • νωνυμία — νωνυμία, ἡ (Α) [νώνυμος] ανωνυμία, αφάνεια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»