-
1 αντρώνομαι
См. также в других словарях:
αντρώνομαι — ανδρώνομαι και αντρώνομαι, ανδρώθηκα και αντρώθηκα βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντρώνομαι — ώθηκα, γίνομαι πια άντρας: Ο γιος σου αντρώθηκε πια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανδρώνομαι — και αντρώνομαι, ανδρώθηκα και αντρώθηκα βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής