-
1 αντισταθμίζω
μετ.1) уравновешивать; уравнивать, балансировать; 2) равняться, быть равным;τα κέρδη δεν αντισταθμίζουν τάς ζημίας — доходы не покрывают расходов;
3) корректировать (показания компаса) -
2 αντισταθμίζω
[андистатмизо] р. уравновешивать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αντισταθμίζω
-
3 αντισταθμίζω
[андистатмизо] ρ уравновешивать. -
4 ἀντισταθμίζω
A = ἀντισηκόω, Incert.Jb.28.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντισταθμίζω
-
5 αντισταθμίζω
compensateΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αντισταθμίζω
-
6 уравновешивать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уравновешивать
-
7 αντισταθμιζόμενον
ἀντισταθμίζωpres part mp masc acc sgἀντισταθμίζωpres part mp neut nom /voc /acc sg -
8 ἀντισταθμιζόμενον
ἀντισταθμίζωpres part mp masc acc sgἀντισταθμίζωpres part mp neut nom /voc /acc sg -
9 компенсировать
1. тех. αποσβένω, αντισταθμίζω 2. (фин) αποζημιώνω, επανορθώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компенсировать
-
10 возместить
возместитьсов, возмещать несов (что-л. кому-л.) ἀποζημιώνω, ἀντισταθμίζω, ἀναπληρώνω:\возместить расходы ἀποζημιώνω, πληρώνω τά ἔξοδα. -
11 окупать
окупатьнесов, окупить сов ἀντισταθμίζω:\окупать расходы βγάζω τά ἐξοδα \окупатьси ἀντισταθμίζομαι / перен ἀποζημιώνομαι. -
12 αντισταθμώ
(ε) μετ. см. αντισταθμίζω -
13 αντισταθμιζομένη
-
14 ἀντισταθμιζομένη
-
15 αντισταθμιζόμενα
-
16 ἀντισταθμιζόμενα
-
17 αντισταθμιζόμενοι
-
18 ἀντισταθμιζόμενοι
-
19 αντισταθμισθήσεται
-
20 ἀντισταθμισθήσεται
См. также в других словарях:
αντισταθμίζω — αντισταθμίζω, αντιστάθμισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντισταθμίζω — (Α αντισταθμίζω) ισοσταθμίζω, ισορροπώ … Dictionary of Greek
αντισταθμίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, ισοφαρίζω, εξισώνω: Τα κέρδη δεν αντισταθμίζουν τις ζημιές από τη συμμετοχή στην επιχείρηση αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντισταθμιζόμενον — ἀντισταθμίζω pres part mp masc acc sg ἀντισταθμίζω pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμιζομένη — ἀντισταθμίζω pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμιζόμενα — ἀντισταθμίζω pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμιζόμενοι — ἀντισταθμίζω pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμισθήσεται — ἀντισταθμίζω fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμίζεσθαι — ἀντισταθμίζω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμίζεται — ἀντισταθμίζω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμίζοιτο — ἀντισταθμίζω pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)