Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αντισταθμίζω

  • 1 αντισταθμίζω

    [андистатмизо] р. уравновешивать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αντισταθμίζω

  • 2 уравновешивать

    αντισταθμίζω, ζυγοσταθμίζω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уравновешивать

  • 3 компенсировать

    1. тех. αποσβένω, αντισταθμίζω 2. (фин) αποζημιώνω, επανορθώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компенсировать

  • 4 возместить

    возместить
    сов, возмещать несов (что-л. кому-л.) ἀποζημιώνω, ἀντισταθμίζω, ἀναπληρώνω:
    \возместить расходы ἀποζημιώνω, πληρώνω τά ἔξοδα.

    Русско-новогреческий словарь > возместить

  • 5 окупать

    окупать
    несов, окупить сов ἀντισταθμίζω:
    \окупать расходы βγάζω τά ἐξοδα \окупатьси ἀντισταθμίζομαι / перен ἀποζημιώνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > окупать

  • 6 окупать

    [ακουπάτ'] ρ. αντισταθμίζω

    Русско-греческий новый словарь > окупать

  • 7 окупать

    [ακουπάτ'] ρ αντισταθμίζω

    Русско-эллинский словарь > окупать

  • 8 балансировать

    -рую, -руешь, ρ.δ.
    1. ισορροπώ, σταθμίζω, ζυγίζω.
    2. μ.(τεχ.) ζυγίζω.
    3. αντισταθμίζω, εξισώνω• ισοφαρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > балансировать

  • 9 искупить

    -уплю, -упишь, παθ μτχ. παρλθ. χρ. искупленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. εξαγοράζω, αποπλύνω, εξαγνίζω (έγκλημα, αμαρτία κ.τ.τ.).
    2. αναπληρώνω, αντισταθμίζω.
    1. εξαγοράζομαι, αποπλύνομαι, εξαλείφομαι (για έγκλημα, αμαρτία κ.τ.τ.).
    2. αναπληρώνομαι, αντισταθμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > искупить

  • 10 компенсировать

    -рую, -руешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. компенсированный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. αποζημιώνω, επανορθώνω.
    2. αντισταθμίζω, ισοσταθμίζω, ισοψηφώ, ισοφαρίζω.
    1. αποζημιώνομαι• επανορθώνομαι.
    2. αντισταθμίζομαι, ισοσταθμίζομαι, ισοφαρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > компенсировать

  • 11 оправдать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оправданный, βρ: -дан, -а, -о
    1. δικαιολογώ, προβάλλω δικαιολογίες. || (νομ.) απαλλάσσω, αθωώνω.
    2. καλύπτω.
    3. δικαιώνω•

    события -ли мой слова τα γεγονότα δικαίωσαν τα λόγια μου•

    оправдать надежды δικαιώνω τις ελπίδες.

    4. αναπληρώνω, αντισταθμίζω, καλύπτω τα έξοδα.
    (οικον.) εγκρίνω, δικαιολογώ•

    оправдать затраты δικαιολογώ τις δαπάνες.

    1. δικαιολογούμαι. || απολογούμαι (στο δικαστήριο).
    2. δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι•

    теория -лась на практике η θεωρία επιβεβαιώθηκε από την πράξη.

    3. αναπληρώνομαι, αντισταθμίζομαι, καλύπτομαι•

    все расходы -лись όλα τα έξοδα καλύφτηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > оправдать

  • 12 покрыть

    -крою, -кроешь ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω• επενδύω, ντύνω• επιστρώνω, επικαλύπτω•

    покрыть стол скатертью σκεπάζω το τραπέζι, με το τραπεζομάντηλο•

    покрыть дом черепичей σκεπάζω το σπίτι με κεραμίδια•

    покрыть сундук железом ντύνω το σεντούκι, με πάφιλα•

    покрыть соломом αχυροσκεπάζω•

    покрыть голову платком σκεπάζω το κεφάλι με το μαντήλι.

    2. αλείφω•

    покрыть картину лаком βερνικώνω τον πίνακα (εικόνα)•

    покрыть краской σκεπάζω με χρώμα.

    || εμποδίζω την όραση, όψη, τη θέα•

    тучи -ли нбо σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό•

    -мглой καλύπτω με σκοτάδι•

    мрак -ыл землю σκοτάδι σκέπασε τη γη•

    покрыть голос кого, чего καλύπτω (υπερβάλλω) τη φωνή άλλου.

    3. αντισταθμίζω, ισοφαρίζω•

    -расходы καλύπτω τα έξοδα•

    покрыть дефицит καλύπτω το έλλειμμα.

    4. κρύβω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω•

    покрыть преступников κρύβω τους εγκληματίες•

    покрыть сообщников κρύβω τους συνεργούς.

    5. διανύω απόσταση.
    6. (χαρτπ.) σκεπάζω, χτυπώ, βαρώ, νικώ.
    7. μαλώνω.
    8. (για ζώα) οχεύω, βατεύω.
    εκφρ.
    покрыть аплодисментами – καταχειροκροτώ•
    покрыть позором (презрением, стыдом) – καταντροπιάζω, ρεζιλεύω, εξευτελίζω•
    покрыть славой – καλύπτω με δόξα•
    - ыто тайной – καλύπτεται με μυστήριο.
    καλύπτομαι, σκεπάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. покрыть одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα•

    нбо -лось тучами ο ουρανός συννέφιασε•

    покрыть морщинами -γεμίζω ρυτίδες•

    покрыть пеной σκεπάζομαι με αφρό•

    голос -лся шумом η φωνή σκεπάστηκε από το θόρυβο•

    дефицит -ется το έλλειμμα θα καλυφθεί.

    Большой русско-греческий словарь > покрыть

  • 13 привязать

    -вяжу, вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привязанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δένω, προσδένω•

    привязать леску к удочке δένω την πετονιά στο αγκίστρι•

    привязать собаку к забору δένω το σκυλί στον περίβολο.

    2. μτφ. καρφώνω, κρατώ ακίνητο•

    болезнь -ла его к постоли η άρρωστεια τον κάρφωσε στο κρεβάτι.

    3. εμπνέω αφοσίωση.
    4. συσχετίζω, βάζω σε αντιστοιχία αντισταθμίζω.
    1. δένομαι, προσδένομαι.
    2. μτφ. αφοσιώνομαι.
    3. κολλώ, ενοχλώ, γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι, βδέλλα). || κολλώ, επιδιώκω καβγά. || παρακολουθώ καταπόδι. || συνηθίζω, μου γίνεται συνήθεια.
    4. συσχετίζομαι, παραθέτομαι• αντισταθμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > привязать

  • 14 уравновесить

    -ешу, -сишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уравновешенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ. ισοζυγίζω, ισοσταθμίζω, αντισταθμίζω, ισορροπώ• ισοφαρίζω.
    ισοζυγίζομαι, ισοσταθμίζομαι, ισορροπούμαι• ισοφαρίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > уравновесить

См. также в других словарях:

  • αντισταθμίζω — αντισταθμίζω, αντιστάθμισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αντισταθμίζω — (Α αντισταθμίζω) ισοσταθμίζω, ισορροπώ …   Dictionary of Greek

  • αντισταθμίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, ισοφαρίζω, εξισώνω: Τα κέρδη δεν αντισταθμίζουν τις ζημιές από τη συμμετοχή στην επιχείρηση αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντισταθμιζόμενον — ἀντισταθμίζω pres part mp masc acc sg ἀντισταθμίζω pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισταθμιζομένη — ἀντισταθμίζω pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισταθμιζόμενα — ἀντισταθμίζω pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισταθμιζόμενοι — ἀντισταθμίζω pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισταθμισθήσεται — ἀντισταθμίζω fut ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισταθμίζεσθαι — ἀντισταθμίζω pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισταθμίζεται — ἀντισταθμίζω pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισταθμίζοιτο — ἀντισταθμίζω pres opt mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»