Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αντισταθμίζομαι

  • 1 окупать

    окупать
    несов, окупить сов ἀντισταθμίζω:
    \окупать расходы βγάζω τά ἐξοδα \окупатьси ἀντισταθμίζομαι / перен ἀποζημιώνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > окупать

  • 2 окупаться

    [ακουπάτ'σα] ρ. αντισταθμίζομαι

    Русско-греческий новый словарь > окупаться

  • 3 окупаться

    [ακουπάτ'σα] ρ αντισταθμίζομαι

    Русско-эллинский словарь > окупаться

  • 4 искупить

    -уплю, -упишь, παθ μτχ. παρλθ. χρ. искупленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. εξαγοράζω, αποπλύνω, εξαγνίζω (έγκλημα, αμαρτία κ.τ.τ.).
    2. αναπληρώνω, αντισταθμίζω.
    1. εξαγοράζομαι, αποπλύνομαι, εξαλείφομαι (για έγκλημα, αμαρτία κ.τ.τ.).
    2. αναπληρώνομαι, αντισταθμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > искупить

  • 5 компенсировать

    -рую, -руешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. компенсированный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. αποζημιώνω, επανορθώνω.
    2. αντισταθμίζω, ισοσταθμίζω, ισοψηφώ, ισοφαρίζω.
    1. αποζημιώνομαι• επανορθώνομαι.
    2. αντισταθμίζομαι, ισοσταθμίζομαι, ισοφαρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > компенсировать

  • 6 оправдать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оправданный, βρ: -дан, -а, -о
    1. δικαιολογώ, προβάλλω δικαιολογίες. || (νομ.) απαλλάσσω, αθωώνω.
    2. καλύπτω.
    3. δικαιώνω•

    события -ли мой слова τα γεγονότα δικαίωσαν τα λόγια μου•

    оправдать надежды δικαιώνω τις ελπίδες.

    4. αναπληρώνω, αντισταθμίζω, καλύπτω τα έξοδα.
    (οικον.) εγκρίνω, δικαιολογώ•

    оправдать затраты δικαιολογώ τις δαπάνες.

    1. δικαιολογούμαι. || απολογούμαι (στο δικαστήριο).
    2. δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι•

    теория -лась на практике η θεωρία επιβεβαιώθηκε από την πράξη.

    3. αναπληρώνομαι, αντισταθμίζομαι, καλύπτομαι•

    все расходы -лись όλα τα έξοδα καλύφτηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > оправдать

  • 7 привязать

    -вяжу, вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привязанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δένω, προσδένω•

    привязать леску к удочке δένω την πετονιά στο αγκίστρι•

    привязать собаку к забору δένω το σκυλί στον περίβολο.

    2. μτφ. καρφώνω, κρατώ ακίνητο•

    болезнь -ла его к постоли η άρρωστεια τον κάρφωσε στο κρεβάτι.

    3. εμπνέω αφοσίωση.
    4. συσχετίζω, βάζω σε αντιστοιχία αντισταθμίζω.
    1. δένομαι, προσδένομαι.
    2. μτφ. αφοσιώνομαι.
    3. κολλώ, ενοχλώ, γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι, βδέλλα). || κολλώ, επιδιώκω καβγά. || παρακολουθώ καταπόδι. || συνηθίζω, μου γίνεται συνήθεια.
    4. συσχετίζομαι, παραθέτομαι• αντισταθμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > привязать

  • 8 balancer

    1) εξισορροπούμαι
    2) ζυγίζω
    3) διστάζω
    4) αντισταθμίζομαι
    5) αμφιταλαντεύομαι

    Dictionnaire Français-Grec > balancer

См. также в других словарях:

  • αντισταθμίζομαι — αντισταθμίζομαι, αντισταθμίστηκα, (σπάν.) αντισταθμισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»