-
1 окупать
окупатьнесов, окупить сов ἀντισταθμίζω:\окупать расходы βγάζω τά ἐξοδα \окупатьси ἀντισταθμίζομαι / перен ἀποζημιώνομαι. -
2 окупаться
[ακουπάτ'σα] ρ. αντισταθμίζομαι -
3 окупаться
[ακουπάτ'σα] ρ αντισταθμίζομαι -
4 искупить
-уплю, -упишь, παθ μτχ. παρλθ. χρ. искупленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.1. εξαγοράζω, αποπλύνω, εξαγνίζω (έγκλημα, αμαρτία κ.τ.τ.).2. αναπληρώνω, αντισταθμίζω.1. εξαγοράζομαι, αποπλύνομαι, εξαλείφομαι (για έγκλημα, αμαρτία κ.τ.τ.).2. αναπληρώνομαι, αντισταθμίζομαι. -
5 компенсировать
-рую, -руешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. компенсированный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.μ.1. αποζημιώνω, επανορθώνω.2. αντισταθμίζω, ισοσταθμίζω, ισοψηφώ, ισοφαρίζω.1. αποζημιώνομαι• επανορθώνομαι.2. αντισταθμίζομαι, ισοσταθμίζομαι, ισοφαρίζω. -
6 оправдать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оправданный, βρ: -дан, -а, -о1. δικαιολογώ, προβάλλω δικαιολογίες. || (νομ.) απαλλάσσω, αθωώνω.2. καλύπτω.3. δικαιώνω•события -ли мой слова τα γεγονότα δικαίωσαν τα λόγια μου•
оправдать надежды δικαιώνω τις ελπίδες.
4. αναπληρώνω, αντισταθμίζω, καλύπτω τα έξοδα.(οικον.) εγκρίνω, δικαιολογώ•оправдать затраты δικαιολογώ τις δαπάνες.
1. δικαιολογούμαι. || απολογούμαι (στο δικαστήριο).2. δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι•теория -лась на практике η θεωρία επιβεβαιώθηκε από την πράξη.
3. αναπληρώνομαι, αντισταθμίζομαι, καλύπτομαι•все расходы -лись όλα τα έξοδα καλύφτηκαν.
-
7 привязать
-вяжу, вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привязанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.μ.1. δένω, προσδένω•привязать леску к удочке δένω την πετονιά στο αγκίστρι•
привязать собаку к забору δένω το σκυλί στον περίβολο.
2. μτφ. καρφώνω, κρατώ ακίνητο•болезнь -ла его к постоли η άρρωστεια τον κάρφωσε στο κρεβάτι.
3. εμπνέω αφοσίωση.4. συσχετίζω, βάζω σε αντιστοιχία αντισταθμίζω.1. δένομαι, προσδένομαι.2. μτφ. αφοσιώνομαι.3. κολλώ, ενοχλώ, γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι, βδέλλα). || κολλώ, επιδιώκω καβγά. || παρακολουθώ καταπόδι. || συνηθίζω, μου γίνεται συνήθεια.4. συσχετίζομαι, παραθέτομαι• αντισταθμίζομαι. -
8 balancer
1) εξισορροπούμαι2) ζυγίζω3) διστάζω4) αντισταθμίζομαι5) αμφιταλαντεύομαι
См. также в других словарях:
αντισταθμίζομαι — αντισταθμίζομαι, αντισταθμίστηκα, (σπάν.) αντισταθμισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής