-
1 αντιπαραβαλλω
1) сравнивать (друг с другом), сопоставлять(τι πρός τι Isocr., τι παρά τι Plat., τί τινι Arst., Plut. и τι καί τι Plut.)
2) вносить взамен(ἄρτον, sc. ἀντὴ σίτου Xen.)
-
2 αντιπαραβάλλω
(αόρ. αντιπαρέβαλα и αντιπαρέβαλον) μετ. сопоставлять, сравнивать, сличать -
3 αντί-
(перед гласными αντ\\, ανθ\) приставка, означ.:1) (место) напротив; αντίκρυ напротив, αντίπερα на противоположной стороне; 2) (движение в обратном направлении): αντίστροφος обратный; 3) (противоположный смысл): αντιεπιστημονικός антинаучный; αντιαισθητικός неэстетичный; 4) (противодействие): αντιλέγω возражать; αντιστέκομαι сопротивляться; αντεκδίκησης отмщение; 5) (замещение в чине, должности); αντιπρόεδρος вице-президент; αντιπρόσωπος представитель (кого-л.); 6) (сравнение, сопоставление): αντιπαραβάλλω сопоставлять, сравнивать; 7) (ответное, равноценное действие): αντεπίσκεψις ответный визит; αντιδεξιούμαι устроить ответный приём -
4 αντιπαραθέτω
(αόρ. αντιπαρέθεσα) μετ.1) противопоставлять; 2) см. αντιπαραβάλλω
См. также в других словарях:
ἀντιπαραβάλλω — place side by side pres subj act 1st sg ἀντιπαραβάλλω place side by side pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιπαραβάλλω — αντιπαραβάλλω, αντιπαρέβαλα βλ. πίν. 146 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντιπαραβάλλω — (AM ἀντιπαραβάλλω) βάζω κάτι δίπλα σε κάτι άλλο για να τα συγκρίνω, παραλληλίζω αρχ. συνεισφέρω, δίνω κάτι αντί για κάτι άλλο … Dictionary of Greek
αντιπαραβάλλω — άβαλα, βλήθηκα, συγκρίνω: Ζητούσε να αντιπαραβάλει τις σημερινές και τις παλιότερες συνθήκες ζωής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιπαραβαλεῖν — ἀντιπαραβάλλω place side by side aor inf act (attic epic doric) ἀντιπαραβάλλω place side by side fut inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαραβαλλόμενον — ἀντιπαραβάλλω place side by side pres part mp masc acc sg ἀντιπαραβάλλω place side by side pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαραβαλλόντων — ἀντιπαραβάλλω place side by side pres part act masc/neut gen pl ἀντιπαραβάλλω place side by side pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαραβάλλει — ἀντιπαραβάλλω place side by side pres ind mp 2nd sg ἀντιπαραβάλλω place side by side pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαραβάλλομεν — ἀντιπαραβάλλω place side by side pres ind act 1st pl ἀντιπαραβάλλω place side by side imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαραβάλλοντα — ἀντιπαραβάλλω place side by side pres part act neut nom/voc/acc pl ἀντιπαραβάλλω place side by side pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαραβάλλοντι — ἀντιπαραβάλλω place side by side pres part act masc/neut dat sg ἀντιπαραβάλλω place side by side pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)