-
1 невзлюбить
невзлюбитьсов ἀντιπαθώ. -
2 недолюбливать
недолюбливатьнесов разг ἀντιπαθώ, δέν πολυχωνεύω κάποιον. -
3 неприязнь
неприяз||ньж ἡ ἀντιπάθεια:относиться к кому́-л. с \неприязньнью ἀντιπαθώ κάποιον. -
4 dislike
-
5 have no use for
(to despise: I have no use for such silliness / silly people.) αντιπαθώ, δεν ανέχομαι -
6 take a dislike to
(to begin to dislike: The boss has taken a dislike to me.) αντιπαθώ -
7 невзлюбить
[νιβζλγιουμπίτ’] ρ. αντιπαθώ -
8 недолюбливать
[νινταλγιούμπλιβατ'] ρ. αντιπαθώ -
9 невзлюбить
[νιβζλγιουμπίτ’] ρ αντιπαθώ -
10 недолюбливать
[νινταλγιούμπλιβατ'] ρ αντιπαθώ -
11 гнушаться
ρ.δ.1. απαξιώ, περιφρονώ, αντιπαθώ, απεχθάνομαι.2. σιχαίνομαι, αηδιάζω, αποστρέφομαι. -
12 душа
-и, αιτ. душу, πλθ. души θ.1. ψυχή•в глубине -и στα μύχια της ψυχής•
-ой и телом ψυχή τε και σώματι•
от всей -и μ' όλη μου την καρδιά, ολόψυχα•
благородство -и ευγενικότητα της ψυχής•
любить всей -ой αγαπώ ολόψυχα•
-и усопших οι ψυχές των πεθαμένων•
человек доброй -и άνθρωπος καλόψυχος.
2. άνθρωπος, κάτοικος, άτομο•на улице ни -и στο δρόμο δεν είναι ούτε ψυχή•
ни одна душа ничего не знает κανένας απόλυτα δεν ξέρει•
сколько с -и? πόσο κατ'άτομο;•
на -у населения ατο άτομο, κατ' άτομο.
3. δουλοπάροικος•он был обладателем двести душ αυτός ήταν κάτοχος διακοσίων δουλοπάροικων.
4. το βασικό, το κύριο, η ουσία. || καθοδηγητής, εμψυχωτής.εκφρ.бумажная душа – γραφειοκράτης, γραφιάς•заячья душа – δειλός)κιοτής (σαν το λαγό)•чернильная душа – καλαμαράς, γραφειοκράτης•без -и – παλ. α) άψυχος (από ζωηρό αίσθημα ή φόβο), β) χωρίς ενθουσιασμό, ψόφιος•в - – α) μέσα, εσωτερικά, β) έμφυτα, απο, τη φύση•душа всеми фибрами -и – ολόψυχα•по - – του γούστου, της αρέσκειας•по -ам ή по - – φιλικά, ειλικρινά (жить) душа в -у ζω αρμονικά•душа нараспашку – ανοιχτόκαρδα•душа не лежит. – αισθάνομαι, αντιπάθεια•душа не на месте – σπάραζε η καρδιά•душа не принимает – αντιπαθώ, δε χωνεύω•душа ушла (уходит) в пятку – μου πήγε (πηγαίνει) η ψυχή στην κούλουρη (καταφοβήθηκα)•вдохнуть -у – εμψυχώνω, αναζωογονώ, τονώνω, ενθαρρύνω•излить -у – ανοίγω την καρδιά (εκμυστηρεύομαι όλα)•вложить -у – επιδίδομαι ολόψυχα•отвести -у – ξαλαφρώνω, ξεσκάζω• ικανοποιώ μεγάλη μου επιθυμία•отдать Богу -у – παραδίδω το πνεύμα (πεθαίνω)•душа моя – ψυχή μου (συμπάθεια μου)•отпустить -у на покаяние – αφήνω ήσυχο•положить -у за кого-чего – θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον, για κάτι•положить -у на что – βάζω όλα τα δυνατά μου σε κάτι•не чаять -и – υπεραγαπώ, λατρεύω•кривить -ой – γίνομαι ανειλικρινής• υποκρίνομαι•ни -ой ни телом – καθόλου•это мне по - – αυτό πολύ μου αρέσει,• влезть ή залезть в -у кому αποκτώ την εμπιστοσύνη κάποιου•заглянуть в -у кому – ψυχολογώ καλά κάποιον•мне не по - – δε μου αρέσει, δεν είναι της καρδιάς μου•хватать за -у – ταράσσω, συγκινώ την ψυχή•взять ή принять – κ.τ.τ. что на -у ή на свой -у αναλαβαίνω την ευθύνη για κάποιον•стоить ή торчать над чьей -ой – κάθομαι πάνω στο κεφάλι. (γίνομαι ενοχλητικός)•петь -ой, – τραγουδώ συναισθηματικά•в чем душа (только) держится – άψυχος, ψόφιος, μόνο που δεν του βγήκε ακόμα η ψυχή•за милую -у – μ' όλες τις ανέσεις•за -ой (у кого) есть ή имеется – έχει κάτι (να περάσει, να ζήσει)•за -ой (у кого) нет чего – δεν έχει τίποτε (να περάσει, να ζήσει)•за -у берёт что-н. – ανησυχώ, φοβούμαι•на - кошки сгребут – έχει σαράκι στην καρδιά• ή τον τρώει το σαράκι•сколько -е угодно – όσο θέλει η ψυχή σου. -
13 невзлюбить
-юблю, -гобишьρ.σ.μ.αντιπαθώ, αποστέργω, απεχθάνομαι, δε χωνεύω. -
14 недолюбливать
ρ.δ.μ. δεν αγαπώ• αντιπαθώ, δεν πολυχωνεύω. -
15 опостылеть
-ею, -еешьρ.σ. βαριέμαι πολύ, αντιπαθώ σιχαίνομαι. -
16 осточертеть
-его, -ешьρ.σ.μου γίνεται φόρτωμα, ενοχλητικός• βαριέμαι, αντιπαθώ•δε χωνεύω σιχαίνομαι•это мне -ло αυτό το σιχάθηκα.
-
17 питать
ρ.δ.μ.1. τρέφω, διατηρώ, συντηρώ, ζω. || παλ. τροφοδοτώ, παρέχω τα προς του ζειν.2. εφοδιάζω•питать город электричеством εφοδιάζω (τροφοδοτώ)ιΓτην πόλη με ηλεκτρισμό.
3. μτφ. έχω, διατηρώ•питать ненависть τρέφω μίσος•
питать надежду τρέφω ελπίδα•
питать отвращение (к кому) απεχθάνομαι (κάποιον) αντιπαθώ.
1. τρέφομαι, θρέφομαι, συντηρούμαι, ζω. || σιτίζομαι.2. τροφοδοτούμαι.3. εφοδιάζομαι. -
18 dislike
1) αντιπάθεια2) αντιπαθώ
См. также в других словарях:
αντιπαθώ — αντιπαθώ, αντιπάθησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντιπαθώ — (AM ἀντιπαθῶ, έω) [αντιπαθής] νεοελλ. αισθάνομαι αντιπάθεια για κάποιον αρχ. μσν. έρχομαι σε αντίθεση, αντιδρώ μσν. χρησιμεύω ως αντιφάρμακο αρχ. 1. επηρεάζομαι 2. δέχομαι αντίθετη επίδραση 3. (Μετρ.) εμφανίζω αντιπάθεια*, αντίσπαση του ρυθμού … Dictionary of Greek
αντιπαθώ — άθησα, αισθάνομαι αποστροφή σε κάποιον ή κάτι: Τον αντιπαθούσε για τους κακούς τρόπους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγουλιάζω — 1. νιώθω ναυτία, έχω τάση για εμετό, ανακατεύομαι 2. αηδιάζω, σιχαίνομαι, αντιπαθώ 3. κάνω εμετό, ξερνάω 4. παθαίνω ίλιγγο, ζαλίζομαι 5. (για τη θάλασσα) γίνομαι τρικυμιώδης, αναταράσσομαι 6. (για το έδαφος) αναδίδω το νερό που έχω απορροφήσει… … Dictionary of Greek
απεχθάνομαι — (AM ἀπεχθάνομαι, Α κ. ἀπέχθομαι) [έχθος] αποστρέφομαι, αντιπαθώ, μισώ αρχ. 1. παθ. γίνομαι μισητός σε κάποιον, προκαλώ το μίσος του, μισούμαι 2. εξοργίζομαι εναντίον κάποιου 3. προκαλώ το μίσος ή την οργή … Dictionary of Greek
αποστέργω — (ΑΜ ἀποστέργω) δεν δέχομαι κάτι, αποποιούμαι αρχ. 1. αποβάλλω την αγάπη, δεν αγαπώ πια 2. αντιπαθώ, σιχαίνομαι … Dictionary of Greek
αποστρέφω — (AM ἀποστρέφω) μσν. νεοελλ. 1. επιστρέφω, γυρίζω, στρέφω το πρόσωπο ή το βλέμμα προς άλλη κατεύθυνση 3. ( ομαι) αισθάνομαι αποστροφή, αντιπαθώ, αποφεύγω κάποιον ή κάτι 3. ( ομαι) επανέρχομαι, επιστρέφω μσν. 1. μεταθέτω, μετακινώ, μεταβιβάζω 2.… … Dictionary of Greek
αποτροπιάζομαι — (Α ἀποτροπιάζω κ. ομαι) [αποτροπή] νεοελλ. αποστρέφομαι, απεχθάνομαι, αντιπαθώ αρχ. κάνω προσευχή ή θυσία για ν αποτρέψω κάτι κακό … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
αποστρέφω — εψα, άφηκα, αμμένος 1. γυρίζω προς το αντίθετο μέρος: Μόλις με είδε, απόστρεψε το πρόσωπό του. 2. το μέσ., αποστρέφομαι αντιπαθώ, σιχαίνομαι: Οι περισσότεροι χωριανοί του τον αποστρέφονταν, γιατί ήταν εγωιστής και πλεονέχτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)