-
1 αντιπαθής
[андипатис] εκ. неприятный, антипатичный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αντιπαθής
-
2 антипатичный
антип||атичныйприл ἀντιπαθής, ἀντιπαθητικός. -
3 нелюбимый
нелюбимыйприл ἀντιπαθής, ἀπρο-σφιλής, ὄχι ἀγαπητός. -
4 несимпатичный
несимпатичныйприл ἀντιπαθής, ἀντιπαθητικός. -
5 отталкивающий
отталкива||ющий1. прич. от отталкивать·2. прил ἀποκρουστικός, ἀντιπαθής, ἀντιπαθητικός/ ἀηδής (отвратительный). -
6 пользоваться
пользоватьсянесов1. μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ·2. (использовать, извлекать выгоду) ἐπωφελοῦμαι:\пользоваться передышкой ἐπωφελοῦμαι ἀπό τήν ἀνάπαυλα· \пользоваться своим преимуществом χρησιμοποιώ τήν πλεονεκτική μου θέση· \пользоваться случаем ἐπωφελοῦμαι τής εὐκαιρίας·3. (обладать чем-л.) ἀπολαύω, χαίρω:\пользоваться права́ми (привилегиями) ἀπολαύω δικαιωμάτων (προνομίων)· \пользоваться известностью (доверием) χαίρω φήμης (τής ἐμπιστοσύνης)· \пользоваться успехом ἔχω ἐπιτυχία· \пользоваться общим уважением ἀπολαύω τής γενικής ἐκτιμήσεως· не \пользоваться любовью εἶμαι ἀντιπαθής· \пользоваться спросом ἔχω ζήτηση. -
7 антипатичный
[αντιπατίτσνυϊ] επ. αντιπαθής, ανηπαθητικός -
8 нелюбимый
[νιλγιουμπίμυΐ] εκ. αντιπαθής -
9 несимпатичный
[νισιμπατίτσνυϊ] εχ. αντιπαθής -
10 отталкивающий
[αττάλκιβαγιουστσιΐ] επ. αντιπαθής, αποκρουστικός -
11 антипатичный
[αντιπατίτσνυϊ] επ αντιπαθής, ανηπαθητικός -
12 нелюбимый
[νιλγιουμπίμυϊ] επ αντιπαθής -
13 несимпатичный
[νισιμπατίτσνυϊ] εχ. αντιπαθής -
14 отталкивающий
[αττάλκιβαγιουστσιϊ] επ αντιπαθής, αποκρουστικός -
15 некрасивый
επ., βρ: -сив, -а, -оάσχημος•некрасивый человек άσχημος άνθρωπος•
некрасивый почерк άσχημος γραφικός χαρακτήρας.
|| δυσάρεστος, αντιπαθής, -θητικός•-ое имя άσχημο όνομα»
-
16 нелестный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноόχι και καλός• λίγο άσχημος•-ая характеристика όχι και καλή (μέτρια) έκθεση (ποιόν).
|| αντιπαθής, -θητικός, δυσάρεστος. -
17 нелюбимый
επ., βρ: -бим, -а, -оαντιπαθής, -θητικός, αποκρουστικός. -
18 неприязненный
επ., βρ: -знен, -зненна, -оαντιπαθής, -θητικός• αποκρουστικός• δυσμενής. || κακόβουλος• εχθρικός. -
19 несимпатичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно; αντιπαθής, -θητικός. -
20 удушливый
επ., βρ: -лив, -а, -о.1. αποπνικτικός, πνιγηρός• ασφυκτικός• — запах αποπνικτική μυρουδιά•-ая жара ασφυκτική ζέστα.
2. μτφ. δυσάρεστος, αντιπαθής, απεχθής•-ая атмосфера αποπνικτική ατμόσφαιρα (περιβάλλον)•
-ая среда αποπνικτικό περιβάλλον.
См. также в других словарях:
ἀντιπαθής — in return for suffering masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιπαθής — (antipathes). Γένος κοιλεντερωτών της οικογένειας των αντιπαθιδών. Ζουν στις θάλασσες των τροπικών και εύκρατων ζωνών σε μεγάλα βάθη. Είναι ζώα που σχηματίζουν δενδροειδή σκελετό με έξι αγκαθωτές κεραίες και έχουν στιλπνό μαύρο χρώμα. Κυριότερο… … Dictionary of Greek
ἀντιπαθῆ — ἀντιπαθής in return for suffering neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀντιπαθής in return for suffering masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀντιπαθής in return for suffering masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαθές — ἀντιπαθής in return for suffering masc/fem voc sg ἀντιπαθής in return for suffering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαθέστατον — ἀντιπαθής in return for suffering masc acc superl sg ἀντιπαθής in return for suffering neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαθοῦς — ἀντιπαθής in return for suffering masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαθέες — ἀντιπαθής in return for suffering masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαθέσι — ἀντιπαθής in return for suffering masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαθέσιν — ἀντιπαθής in return for suffering masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαθῶς — ἀντιπαθής in return for suffering adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαθεῖ — ἀντιπαθέω have an aversion pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀντιπαθέω have an aversion pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀντιπαθής in return for suffering masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀντιπαθής… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)