-
1 αντιλογία
[антилогиа] ουσ. θ. противоречиеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αντιλογία
-
2 беспрекословно
беспрекословнонареч χωρίς ἀντιρρήσεις, χωρίς ἀντιλογία, ἀναντιλέκτως. -
3 возражение
возражениес ἡ ἀντίρρηση [-ις], ἡ ἀν-τιλογία, ἡ ἀντιγνωμία, ἡ διαφωνία:без \возражениеий! χωρίς ἀντιλογία!, χωρίς ἀντιρρήσεις!· \возражениеий нет? ἔχει κανείς ἀντίρρηση; -
4 возражение
-я ουδ.αντίρρηση, αντιλογία, εναντιολογία•неосновательное возражение αβάσιμη αντίρρηση.
-
5 прекословие
-
6 пререкание
-я ουδ.αντίρρηση, αντιλογϊα, λογομαχία, αντιμίλημα. -
7 разноречие
-я ουδ.παλ. διαφωνία, αντιγνωμία, αντίρρηση, αντιλογία• αντίφαση. -
8 рассуждение
-я ουδ.1. σκέψη, κρίση• συλλογισμός•правильное рассуждение σωστή σκέψη•
вздорное рассуждение ανόητη σκέψη.
|| πλθ. -я διατυπώσεις, κρίσεις• κουβέντες. || αντίρρηση, αντιλογία• συζήτηση•без -ий χωρίς αντιρρήσεις, αναντίρρητα, ασυζητητί.
2. παλ. έργο, εργασία πνευματική.εκφρ.в рассуждение кого-чего – όσον αφορά, σχετικά προς•в -и сего – παλ. ένεκα τούτου, εξ αιτίας αυτού, γι αυτό. -
9 спор
-а (-у) α.1. συζήτηση• αντιλογία ή λογομαχία, διαμάχη, έριδα.2. διαφορά, διεκδίκηση•имущественные -ы περιουσιακές διαφορές.
3. μτφ. αγώνας, πάλη. || συναγωνισμός, άμιλλα.εκφρ.вне -а – χωρίς συζήτηση, δε χωράει συζήτηση•на спор – βάζω στοίχημα, στοιχηματίζω•- у нет – αναμφισβήτητα, αναμφίβολα, ασυζητητ ί.
См. также в других словарях:
ἀντιλογία — ἀντιλογίᾱ , ἀντιλογία contradiction fem nom/voc/acc dual ἀντιλογίᾱ , ἀντιλογία contradiction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλογίᾳ — ἀντιλογίαι , ἀντιλογία contradiction fem nom/voc pl ἀντιλογίᾱͅ , ἀντιλογία contradiction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιλογία — Η αντίρρηση, η αυθάδεια, το αντιμίλημα, αλλά και η αντίφαση, η συζήτηση, η εξέταση μιας υπόθεσης. (Φιλοσ.) Ο νόμος της α. ή αντίφασης, μαζί με τον νόμο της ταυτολογίας και τον νόμο του αποκλειόμενου τρίτου, αποτελούν τους τρεις απλούς νόμους της… … Dictionary of Greek
αντιλογία — η αντίρρηση, αντιμίλημα: Σ όσα του είπα ήταν όλο αντιλογίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιλογίας — ἀντιλογίᾱς , ἀντιλογία contradiction fem acc pl ἀντιλογίᾱς , ἀντιλογία contradiction fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλογίαι — ἀντιλογία contradiction fem nom/voc pl ἀντιλογίᾱͅ , ἀντιλογία contradiction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλογίαν — ἀντιλογίᾱν , ἀντιλογία contradiction fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλογιῶν — ἀντιλογία contradiction fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλογίαις — ἀντιλογία contradiction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλογίην — ἀντιλογία contradiction fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλογίης — ἀντιλογία contradiction fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)