-
1 αντικόβω
μετ.1) перебивать, вмешиваться в разговор; 2) препятствовать, чинить препятствия -
2 αντισκόβω
см. αντικόβω -
3 αντισκόφτω
см. αντικόβω
См. также в других словарях:
αντικόβω — και αντισκόβω οψα, εμποδίζω, διακόπτω: Αντισκόβει όλους, για να μιλήσει αυτός (Λασκαράτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντικόβω — κ. κόφτω κ. σκόφτω (Α ἀντικόπτω, Μ ἀντικόφτω, σκόφτω) 1. διακόπτω κάποιον που μιλά, τον σταματώ για να μιλήσω εγώ 2. δημιουργώ προσκόμματα, εμποδίζω μσν. νεοελλ. διακόπτω αρχ. 1. αντικρούω, απωθώ, αντιστέκομαι 2. προβάλλω αντιρρήσεις 3. πνέω… … Dictionary of Greek
αντικόπτω — ἀντικόπτω (Α) βλ. αντικόβω … Dictionary of Greek
αντισκόβω — κ. σκόφτω (Μ ἀντισκόβω κ. σκόφτω) βλ. αντικόβω … Dictionary of Greek
κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… … Dictionary of Greek