Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αντικρύζω

  • 1 αντικρύζω

    μετ.
    1) быть расположенным напротив, находиться против (чего-л.)] быть обращённым (к чему-л.); τό σπίτι /-ζει την Ακρόπολη дом находится против Акрополя, обращён в сторону Акрополя; 2) видеть, замечать;

    δεν θέλω πιά ούτε να τον αντικρύσω — я его больше видеть не хочу;

    3) сталкиваться, встречаться лицом к лицу;
    σε λίγες μέρες θ' αντικρύσουμε τον εχθρόν воен, вскоре нам предстоит схватка с врагом;

    § αντικρύζω τα έξ οδά μου — укладываться в бюджет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αντικρύζω

См. также в других словарях:

  • αντικρύζω — [αντίκρυ] 1. βρίσκομαι αντίκρυ 2. βλέπω κάποιον ή κάτι απέναντι μου 3. συναντώ 4. βλέπω κατά πρόσωπο, αντιμετωπίζω 5. αντιλέγω, αυθαδιάζω 6. ισοσκελίζω τα έσοδα και τα έξοδα («αντικρύζω τα έξοδα μου») …   Dictionary of Greek

  • αντίκρυ — κ. κρυς, κ. κρύ κ. κρύς (AM ἀντικρύ, ἄντικρυς Μ ἀντικρύς, ἄντικρυν, ἀντίκρυτα) 1. απέναντι 2. εξαντιθέτου, κατά πρόσωπο νεοελλ. 1. (με την πρόθ. εις, σε) αναφορικά, συγκριτικά 2. παροιμ. «αντίκρυ στα παιδέματα μικρά τα παιδοκόπια» για ασήμαντη… …   Dictionary of Greek

  • αντίκρυσμα — το [αντικρύζω] 1. κατά πρόσωπο συνάντηση 2. αντιμετώπιση 3. θέα, κοίταγμα 4. ποσό που δίνεται για εγγύηση ή ασφάλεια σε χρηματιστικές πράξεις 5. κάτι χωρίς αντίκρυσμα κάτι που δεν γίνεται αποδεκτό γιατί δεν έχει πραγματική αξία …   Dictionary of Greek

  • αντικοττώ — ( άω και έω) (Μ ἀντικοττῶ) εναντιώνομαι, ανθίσταμαι νεοελλ. 1. προσατενίζω, αντικρύζω, αντιμετωπίζω 2. ακτινοβολώ 3. αντηχώ 4. ερεθίζω 5. κατηγορώ μσν. συναγωνίζομαι μ επιτυχία …   Dictionary of Greek

  • αντικρινός — ή, ό εκείνος που βρίσκεται αντίκρυ, απέναντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντίκρυ. Η γραφή αντικρινός, με ι , αντί υ (αντικρυνός, πρβλ. και αντικρύζω) οφείλεται σε ορθογραφική εξομοίωση της λ. προς το πλήθος των επιθέτων σε ινός (πρβλ. και βραδινός αντί… …   Dictionary of Greek

  • αντικρυστός — ή, ό 1. εκείνος που βρίσκεται αντίκρυ σε κάποιον άλλο, ο αντίστοιχος 2. (χορός) που γίνεται από δύο άτομα ή ζευγάρια τοποθετημένα απέναντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντικρύζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον καθηγητή Αναστάσιο Χουρμουζιάδη («αντικρυστός… …   Dictionary of Greek

  • καλοθωρώ — 1. διακρίνω καλά, βλέπω καθαρά 2. αντικρύζω κάτι ευμενώς, με συμπάθεια 3. διακρίνω με τον λογισμό μου κάτι σαφώς, ξεκαθαρίζω μέσα στον νου μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + (< επίρρ. καλά) + θωρώ] …   Dictionary of Greek

  • λογιάζω — μέσ. λογιάζομαι και λογιέμαι (Μ λογιάζω) 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, λογαριάζω, έχω στον νου κάτι («οπού χει γνώση κι ομυαλόν ετούτα ας τά λογιάζει», Ερωτόκρ.) 2. σχεδιάζω, σκοπεύω («βασιλέας τής Βλαχίας λογιάζει να δώσει ένα τάκο τη… …   Dictionary of Greek

  • προστάζω — προστάσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προστάττω και δωρ. τ. ποτιτάσσω και ποιτάσσω Α δίνω διαταγή συνήθως με έντονο τρόπο, παραγγέλλω, διατάζω (α. «τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μ έστειλε φερμάνι», δημ. τραγούδι β. «ἐπὶ τῆς κτίσεως συνεξέλαμψε τὸ φῶς τῷ… …   Dictionary of Greek

  • πρωταντικρύζω — Ν (ως μτβ.) αντικρύζω κάτι για πρώτη φορά …   Dictionary of Greek

  • αντικρίζω — (λάθος το αντικρύζω), ίκρισα 1. είμαι αντικρύ, βλέπω από αντικρύ: Από το σπίτι μου αντικρίζω την Ακρόπολη. 2. αντιμετωπίζω (ανάγκες κτλ.): Με δυσκολία αντικρίζω τα έξοδά μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»