Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αντικαθιστώ

См. также в других словарях:

  • αντικαθιστώ — αντικαθιστώ, αντικατέστησα βλ. πίν. 158 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αντικαθιστώ — κ. αντικατασταίνω (AM ἀντικαθίστημι, ιων. τ. κατίστημι) 1. βάζω κάτι ή κάποιον στη θέση άλλου, αναπληρώνω νεοελλ. αναπληρώνω ο ίδιος κάποιον αρχ. 1. τοποθετώ κάτι εναντίον κάποιου, αντιτάσσω 2. συμπληρώνω 3. επαναφέρω 4. ανασυντάσσω …   Dictionary of Greek

  • αντικαθιστώ — βλ. αντικατασταίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εισαγγελεύω — αντικαθιστώ τον εισαγγελέα και ασκώ τα καθήκοντά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Η μετοχή εισαγγελεύων μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • υποκαθιστώ — αντικαθιστώ κάποιον ή κάτι, παίρνω τη θέση του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • υποκαθιστώ — ὑποκαθίστημι, ΝΑ [καθίστημι / καθιστώ] (αμτβ.) καταλαμβάνω τη θέση άλλου, εγκαθιστώ τον εαυτό μου στη θέση άλλου («υποκατέστησε τον αδελφό του στη διεύθυνση τής επιχείρησης») νεοελλ. (μτβ.) 1. εγκαθιστώ κάποιον ή τοποθετώ κάτι στη θέση άλλου,… …   Dictionary of Greek

  • ντουμπλάρω — 1. καλύπτω το εσωτερικό ενός ενδύματος με ύφασμα, φοδράρω 2. αντικαθιστώ έναν ηθοποιό σε ρόλο ή αντικαθιστώ τη φωνή ενός ηθοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. doubler «διπλασιάζω, φοδράρω» < γαλλ. double «διπλός» < λατ. duplus «διπλός, διπλάσιος»] …   Dictionary of Greek

  • ντουμπλάρω — ντουμπλάρισα, ντουμπλαρίστηκα, ντουμπλαρισμένος 1. αντικαθιστώ ηθοποιό σε μια σκηνή κινηματογραφικού έργου. 2. αντικαθιστώ τη φωνή ηθοποιού σε μια κινηματογραφική ταινία. 3. φοδράρω. Ουσ. ντουμπλάρισμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλαξοφοριάζω — [αλλαξοφόρι] αντικαθιστώ τα παλιά ρούχα με καινούργια, αλλάζω ρούχα …   Dictionary of Greek

  • αλλαξοφορώ — (έω και άω) 1. αλλάζω ρούχα, αντικαθιστώ τα παλιά με άλλα καινούργια 2. (για ιερείς) φορώ ιερατικά άμφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + φορώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξοφόρι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»