-
1 ανταποκρίνομαι
ἀνταποκρί̱νομαι, ἀνταποκρίνομαιanswer again: aor subj mid 1st sg (epic)ἀνταποκρί̱νομαι, ἀνταποκρίνομαιanswer again: pres ind mp 1st sg -
2 ἀνταποκρίνομαι
ἀνταποκρί̱νομαι, ἀνταποκρίνομαιanswer again: aor subj mid 1st sg (epic)ἀνταποκρί̱νομαι, ἀνταποκρίνομαιanswer again: pres ind mp 1st sg -
3 ανταποκρινομαι
-
4 ἀνταποκρίνομαι
ἀνταποκρίνομαι 1 aor. mid. 3 sg. ἀνταπεκρίνατο (Just.); pass. ἀνταπεκρίθην (s. ἀποκρίνομαι; mathematical t.t.=correspond to [Nicomachus Gerasenus, Arithmet. 1, 8, 10f]; LXX; TestJob 5:1; 41:1; Just. A I, 17, 2 [Mt 22:21 par.]) answer in turn (Aesop 301a, 6 [Ch.]; schol. on Pind., P. 9, 65; Syntipas p. 80, 12; Leontios 35 p. 68, 23 τινί; Judg 5:29 A; Job; TestJob 5:1 al.) οὐκ ἴσχυσαν ἀ. πρὸς ταῦτα they could make no reply to this Lk 14:6 (cp. Job 32:12). ὁ ἀνταποκρινόμενος τῷ θεῷ one who answers back to God Ro 9:20 (cp. Job 16:8; Pind., P. 2, 88 χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν=one must not contend against God).—DELG s.v. κρίνω. TW.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀνταποκρίνομαι
-
5 ανταποκρίνομαι
(αόρ. ανταποκρίθηκα)1) отвечать (на призыв, чувство и т. п.); 2) соответствовать, отвечать (чему-л.);αυτό ανταποκρίνεται εις τα συμφέροντα... — эτο — отвечает инте- ресам...;
3) справиться; оказаться на высоте;ανταποκρίνομαι εις τα έξοδα — справиться с затратами
-
6 ἀνταποκρίνομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀνταποκρίνομαι
-
7 ανταποκρίνομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ανταποκρίνομαι
-
8 ἀνταποκρίνομαι
отвечать, спорить, возражать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνταποκρίνομαι
-
9 ανταποκρίνομαι σε
entsprechen jdm./etw. -
10 ἀνταποκρίνομαι
+ V 0-1-0-2-0=3 JgsA 5,29; Jb 16,8; 32,12to answer again; neol. -
11 ἀνταποκρίνομαι
II correspond to, Nicom.Ar.1.8.10, 11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνταποκρίνομαι
-
12 ἀνταποκρίνομαι
ἀντ-απο-κρίνομαι, dagegen antworten; sich entsprechen -
13 ανταποκρίνομαι
correspondΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανταποκρίνομαι
-
14 ανταποκρίνη
ἀνταποκρί̱νῃ, ἀνταποκρίνομαιanswer again: aor subj mid 2nd sgἀνταποκρί̱νῃ, ἀνταποκρίνομαιanswer again: aor subj act 3rd sgἀνταποκρί̱νῃ, ἀνταποκρίνομαιanswer again: pres subj mp 2nd sgἀνταποκρί̱νῃ, ἀνταποκρίνομαιanswer again: pres ind mp 2nd sgἀνταποκρί̱νῃ, ἀνταποκρίνομαιanswer again: pres subj act 3rd sg -
15 ἀνταποκρίνῃ
ἀνταποκρί̱νῃ, ἀνταποκρίνομαιanswer again: aor subj mid 2nd sgἀνταποκρί̱νῃ, ἀνταποκρίνομαιanswer again: aor subj act 3rd sgἀνταποκρί̱νῃ, ἀνταποκρίνομαιanswer again: pres subj mp 2nd sgἀνταποκρί̱νῃ, ἀνταποκρίνομαιanswer again: pres ind mp 2nd sgἀνταποκρί̱νῃ, ἀνταποκρίνομαιanswer again: pres subj act 3rd sg -
16 ανταπεκρίθην
ἀνταπεκρί̆θην, ἀνταποκρίνομαιanswer again: aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)ἀνταπεκρί̆θην, ἀνταποκρίνομαιanswer again: aor ind pass 1st sg -
17 ἀνταπεκρίθην
ἀνταπεκρί̆θην, ἀνταποκρίνομαιanswer again: aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)ἀνταπεκρί̆θην, ἀνταποκρίνομαιanswer again: aor ind pass 1st sg -
18 ανταποκρινομένων
ἀνταποκρῑνομένων, ἀνταποκρίνομαιanswer again: pres part mp fem gen plἀνταποκρῑνομένων, ἀνταποκρίνομαιanswer again: pres part mp masc /neut gen pl -
19 ἀνταποκρινομένων
ἀνταποκρῑνομένων, ἀνταποκρίνομαιanswer again: pres part mp fem gen plἀνταποκρῑνομένων, ἀνταποκρίνομαιanswer again: pres part mp masc /neut gen pl -
20 ανταποκρινόμενον
ἀνταποκρῑνόμενον, ἀνταποκρίνομαιanswer again: pres part mp masc acc sgἀνταποκρῑνόμενον, ἀνταποκρίνομαιanswer again: pres part mp neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ανταποκρίνομαι — ανταποκρίνομαι, ανταποκρίθηκα βλ. πίν. 2 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανταποκρίνομαι — (Α ἀνταποκρίνομαι) βρίσκομαι σε ανταπόκριση, σε συμφωνία με κάποιον ή κάτι· νεοελλ. φρ. 1. «ανταποκρίνομαι στα καθήκοντα μου» εκτελώ τα καθήκοντά μου 2. «ανταποκρίνομαι στα συναισθήματα κάποιου» τρέφω για κάποιον ανάλογα συναισθήματα με τα δικά… … Dictionary of Greek
ἀνταποκρίνομαι — ἀνταποκρί̱νομαι , ἀνταποκρίνομαι answer again aor subj mid 1st sg (epic) ἀνταποκρί̱νομαι , ἀνταποκρίνομαι answer again pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανταποκρίνομαι — ίθηκα, βρίσκομαι σε αναλογία, συμφωνώ, ταιριάζω: Ο γιος δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του πατέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνταποκρῖναι — ἀνταποκρίνομαι answer again aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποκρίνῃ — ἀνταποκρί̱νῃ , ἀνταποκρίνομαι answer again aor subj mid 2nd sg ἀνταποκρί̱νῃ , ἀνταποκρίνομαι answer again aor subj act 3rd sg ἀνταποκρί̱νῃ , ἀνταποκρίνομαι answer again pres subj mp 2nd sg ἀνταποκρί̱νῃ , ἀνταποκρίνομαι answer again pres ind mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυπακούω — ΜΑ 1. ακούω κάτι επί πλέον («κάλλιστα... ὑπήκουσας τοῑς λόγοις τόδε δὲ προσυπάκουσον ἔτι», Πλάτ.) 2. κατανοώ κάτι που δεν εκφράζεται σαφώς, που υπονοείται («εἰς διάφορα προσυπακούεται τό, Σὸς εἰμί σὸς γὰρ εἰμι δοῡλος», Ιωάνν. Χρυσ.) 3.… … Dictionary of Greek
ἀνταπεκρίθην — ἀνταπεκρί̆θην , ἀνταποκρίνομαι answer again aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἀνταπεκρί̆θην , ἀνταποκρίνομαι answer again aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποκρινομένων — ἀνταποκρῑνομένων , ἀνταποκρίνομαι answer again pres part mp fem gen pl ἀνταποκρῑνομένων , ἀνταποκρίνομαι answer again pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποκρινόμενον — ἀνταποκρῑνόμενον , ἀνταποκρίνομαι answer again pres part mp masc acc sg ἀνταποκρῑνόμενον , ἀνταποκρίνομαι answer again pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποκρίνεται — ἀνταποκρί̱νεται , ἀνταποκρίνομαι answer again aor subj mid 3rd sg (epic) ἀνταποκρί̱νεται , ἀνταποκρίνομαι answer again pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)