-
1 ανταπαντώ
(α) (αόρ. ανταπήντησα) μετ., αμετ. отвечать, возражать, подавать реплику -
2 ανταπαντώ
yanıtı yanıtlamak, cevaba cevap vermek -
3 ανταπαντώ
1) rejoin2) reply3) retortΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανταπαντώ
См. также в других словарях:
ανταπαντώ — ανταπαντώ, ανταπάντησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: ανταπαντώ : στον προφορικό λόγο απαντάται στον ενεστ. και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανταπαντώ — δίνω απάντηση για να αντικρούσω την απάντηση που έδωσε κάποιος σε προηγούμενο ερώτημα ή άποψη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + απαντώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ανταπαντώ — άντησα, απαντώ σε απάντηση: Στην απαντητική επιστολή του ανταπάντησε κι εκείνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανθυπαντώ — ἀνθυπαντῶ ( άω) (Α) ανταπαντώ, δίνω απάντηση σε αντιρρήσεις (Λογγίνος) … Dictionary of Greek
ανθυποκρίνομαι — ἀνθυποκρίνομαι (Α) 1. ανταπαντῶ 2. υποκρίνομαι κι εγώ με τη σειρά μου … Dictionary of Greek
ανθυποφέρω — ἀνθυποφέρω (AM) φέρνω αντιρρήσεις αρχ. 1. ανταπαντώ 2. προκαλώ οπισθοδρόμηση, καθυστέρηση 3. αλλάζω, προκαλώ ριζικές αλλαγές … Dictionary of Greek
ανταπάντηση — η απάντηση που δίνεται για να αντικρούσει την απάντηση την οποία έδωσε κάποιος σε ερώτημα η άποψη που διατυπώθηκε προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταπαντώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον φιλόλογο Γρηγόριο Παπαδόπουλο] … Dictionary of Greek
αντιτίθημι — ἀντιτίθημι (AM) (νεοελλ. μόνο το μέσο: αντιτίθεμαι) νεοελλ. ( εμαι) 1. είμαι αντίθετος, εναντιώνομαι σε κάτι 2. έχω αντίθετη φορά, κινούμαι προς την αντίθετη κατεύθυνση αρχ. μσν. ( μι) 1. αντιτάσσω, τοποθετώ κάτι ως εμπόδιο σε κάποιον 2.… … Dictionary of Greek
ξαναλέγω — και ξαναλέω (Μ ξαναλέγω) 1. λέγω κάτι για δεύτερη ή για πολλοστή φορά, ξεστομίζω πάλι, επαναλαμβάνω 2. ανταπαντώ, αποκρίνομαι πάλι νεοελλ. φρ. «τά ξαναλέμε» συνεχίζουμε τη συζήτηση … Dictionary of Greek