-
1 ανταλλάσσομαι
-
2 ἀνταλλάσσομαι
-
3 ανταλλάσσω
(αόρ. αντήλλαξα) μετ.1) менять, обменивать; 2) обмениваться (чём-л.);ανταλλάσσ δώρα — обмениваться подарками;
ανταλλάσσω συγχαρητήρια τηλεγραφήματα — обмениваться приветственными телеграммами;
ανταλλάξαμε τίς σκέψεις μας мы обменялись мнениями;1) — быть предметом обмена;ανταλλάσσομαι
2) поддаваться, подлежать обмену
См. также в других словарях:
ανταλλάσσομαι — ανταλλάσσομαι, ανταλλάχθηκα και ανταλλάχτηκα, ανταλλαγμένος βλ. πίν. 95 και πρβλ. ανταλλάζομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀνταλλάσσομαι — ἀνταλλάσσω exchange pres ind mp 1st sg ἀνταλλάσσω exchange pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανταλλάσσω — (AM ἀνταλλάσσω κ. ἀνταλλάττω) κάνω ανταλλαγή αρχ. Ι. μέσ. 1. παίρνω σε αντικατάσταση άλλου, παίρνω κάτι σαν αντάλλαγμα 2. «θάνατον ἀνταλλάσσομαι» τιμωρούμαι με θάνατο 3. υιοθετώ τον τρόπο κάποιου και εκείνος τον δικό μου II. φρ. «τὴν εἰωθυῑαν… … Dictionary of Greek
παρεναλλάσσω — Α 1. εναλλάσσω 2. παθ. παρεναλλάσσομαι α) εναλλάσσομαι β) ανταλλάσσομαι … Dictionary of Greek