-
1 ανταλλάζω
(αόρ. αντήλλαξα или αντάλλαξα) см. ανταλλάσσω -
2 είδος
τό1) вид, форма; образ; ιεν ειδει в форме, наподобие; 2) род, сорт; τί είδους άνθρωπος είναι αυτός; что он за человек?; παντός είδους βιβλία всякого рода книги;διαφόρων είδών εμπορεύματα — разного рода товары;
είδ*νείδών — всякого рода, разные;
3) биол вид, разновидность;4) предмет, изделие, товар; βιομηχανικά είδη промышленные товары, промтовары; είδη ραπτικής швейные изделия; είδη πολυτελείας предметы роскоши;πληρώνω εις είδος — платить натурой;
ανταλλάζω είδος με είδ — менять товар на товар;
5) филос, форма
См. также в других словарях:
ανταλλάζω — ανταλλάζω, αντάλλαξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανταλλάσσω — ανταλλάσσω, αντάλλαξα βλ. πίν. 27 και πρβλ. ανταλλάζω Σημειώσεις: ανταλλάσσω : σε επίσημο ύφος λόγου απαντάται και η λόγια αύξηση (αντήλλασσα, αντήλλαξα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλληλογραφώ — ησα, ανταλλάζω επιστολές με κάποιον: Εδώ και μερικούς μήνες αλληλογραφώ μ ένα Σουηδό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανταλλάσσω — και ανταλλάζω άλλαξα, αλλάχτηκα, αλλαγμένος, δίνω κάτι για άλλο που πήρα, κάνω αλλαξιά: Οι υπουργοί των δύο χωρών αντάλλαξαν τις σκέψεις τους για την κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)