-
1 αντιστροφος
-
2 αντίστροφος
η, ο [ος, ον ]1) перевёрнутый, опрокинутый; 2) обратный, противоположный;αντίστροφοι αριθμοί — обратные числа
-
3 αντίστροφος
[андистрофос] εκ. перевернутый, противоположный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αντίστροφος
-
4 αντίστροφος
[андистрофос] επ перевернутый, противоположный. -
5 παραβασις
- εως ἥ1) переход(ὅρων Plut.)
2) движение, переменное выдвигание(π. - v. l. παράτασις - καὴ παράλλαξις σκελῶν Plut.)
3) ( о законах) преступание, нарушение(τοῦ νόμου NT.; τῶν δικαίων Plut.)
4) проступок, преступление(ἀμετρίαι καὴ παραβάσεις Plut.)
5) (в староатт. комедии) парабаза, отступление (несвязанное с содержанием самой драмы обращение хора к зрителям; полная парабаза состояла из семи частей: 1. κομμάτιον, 2. собств. π., 3. μακρόν или πνῖγος, 4. στροφή, 5. ἐπίρρημα, 6. ἀντίστροφος и 7. ἀντεπίρρημα; στροφή и ἀντίστροφος произносились хором, остальные - самим хорегом) -
6 αντί-
(перед гласными αντ\\, ανθ\) приставка, означ.:1) (место) напротив; αντίκρυ напротив, αντίπερα на противоположной стороне; 2) (движение в обратном направлении): αντίστροφος обратный; 3) (противоположный смысл): αντιεπιστημονικός антинаучный; αντιαισθητικός неэстетичный; 4) (противодействие): αντιλέγω возражать; αντιστέκομαι сопротивляться; αντεκδίκησης отмщение; 5) (замещение в чине, должности); αντιπρόεδρος вице-президент; αντιπρόσωπος представитель (кого-л.); 6) (сравнение, сопоставление): αντιπαραβάλλω сопоставлять, сравнивать; 7) (ответное, равноценное действие): αντεπίσκεψις ответный визит; αντιδεξιούμαι устроить ответный приём
См. также в других словарях:
ἀντίστροφος — turned so as to face one another masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίστροφος — (Μαθημ.).Έστω α ένας, διαφορετικός από τον 0, πραγματικός (ή μιγαδικός) αριθμός. Είναι γνωστό τότε ότι υπάρχει ακριβώς ένας β, πραγματικός (ή μιγαδικός) αριθμός με: β·α = α·β = 1. O β ονομάζεται ο α. του α και συμβολίζεται είτε με α 1 (διαβάζεται … Dictionary of Greek
αντίστροφος — η, ο 1. αντίθετος, ανάποδος: Έδωσε αντίστροφη κίνηση στους τροχούς του αυτοκινήτου. 2. (μαθημ.), «αντίστροφα ποσά», αυτά που όταν το ένα πολλαπλασιαστεί με κάποιον αριθμό, το άλλο διαιρείται με τον ίδιο αριθμό (π.χ. ταχύτητα αυτοκινήτου και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιστρόφως — ἀντίστροφος turned so as to face one another adverbial ἀντίστροφος turned so as to face one another masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίστροφον — ἀντίστροφος turned so as to face one another masc/fem acc sg ἀντίστροφος turned so as to face one another neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρόφοις — ἀντίστροφος turned so as to face one another masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρόφου — ἀντίστροφος turned so as to face one another masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρόφους — ἀντίστροφος turned so as to face one another masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρόφων — ἀντίστροφος turned so as to face one another masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρόφῳ — ἀντίστροφος turned so as to face one another masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίστροφα — ἀντίστροφος turned so as to face one another neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)