Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αντίστροφος

См. также в других словарях:

  • ἀντίστροφος — turned so as to face one another masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντίστροφος — (Μαθημ.).Έστω α ένας, διαφορετικός από τον 0, πραγματικός (ή μιγαδικός) αριθμός. Είναι γνωστό τότε ότι υπάρχει ακριβώς ένας β, πραγματικός (ή μιγαδικός) αριθμός με: β·α = α·β = 1. O β ονομάζεται ο α. του α και συμβολίζεται είτε με α 1 (διαβάζεται …   Dictionary of Greek

  • αντίστροφος — η, ο 1. αντίθετος, ανάποδος: Έδωσε αντίστροφη κίνηση στους τροχούς του αυτοκινήτου. 2. (μαθημ.), «αντίστροφα ποσά», αυτά που όταν το ένα πολλαπλασιαστεί με κάποιον αριθμό, το άλλο διαιρείται με τον ίδιο αριθμό (π.χ. ταχύτητα αυτοκινήτου και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιστρόφως — ἀντίστροφος turned so as to face one another adverbial ἀντίστροφος turned so as to face one another masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίστροφον — ἀντίστροφος turned so as to face one another masc/fem acc sg ἀντίστροφος turned so as to face one another neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστρόφοις — ἀντίστροφος turned so as to face one another masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστρόφου — ἀντίστροφος turned so as to face one another masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστρόφους — ἀντίστροφος turned so as to face one another masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστρόφων — ἀντίστροφος turned so as to face one another masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστρόφῳ — ἀντίστροφος turned so as to face one another masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίστροφα — ἀντίστροφος turned so as to face one another neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»