-
1 αντίσταση
[-ις (-εως)] η в разн. знач сопротивление; противодействие;αντίσταση του αέρος — сопротивление воздуха;
τό κίνημα αντίστασης перен. — движение сопротивления;
αντίσταση κατά τού εχθρόύ — а) сопротивление врагу; — б) оборона, защита от нападения врага;
αντίσταση κατάντης αρχής — сопротивление властям;
χωρίς αντίσταση — без сопротивления;
φέρω αντίσταση — оказывать сопротивление;
συναντώ αντίσταση — встречать сопротивление;
τοποθεσία αντίστάσεώς воен. — рубеж сопротивления;
φωλεά αντίστάσεως воен. — очаг сопротивления;
κέντρον αντίστάσεως — воен, узел сопротивления
-
2 αντίσταση
[андистаси] ουσ. Θ. сопротивление,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αντίσταση
-
3 αντίσταση
[андистаси] ουσ θ сопротивление. -
4 αντιτάσσω
μετ.1) противопоставлять;αντιτάσσω επιχειρήματα — выдвигать доводы, аргументы;
αντιτάσσω βία στη βία — отвечать силой на силу;
αντιτάσσω ένοπλη αντίσταση — оказывать вооружённое сопротивление;
2) выстраивать в боевой порядок;1) — противодействовать, противиться, сопротивляться;αντιτάσσομαι
2) возражать, протестовать -
5 ηρωϊκός
-
6 ισχυρός
η, ό [ά, όν ]1) в разн. знач сильный, крепкий;ισχυρή θέληση ( — или επιθυμία) — большое желание;
ισχυρός χαρακτή:
ρας сильный характер;ισχυρή αντίσταση — мощное сопротивление;
ισχυρό χτύπημα — мощный удар;
ισχυρή κράση — крепкое телосложение; — крепкий организм;
ισχυρή φωνή — сильный голос;
ισχυρός πυρετός (άνεμος) — сильный жар (ветер);
ισχυρόν ψύχος — сильный мороз;
ισχυρή δόση φαρμάκου — большая доза лекарства;
ισχυρή διάλυση οξέος — крепкий раствор кислоты;
2) сильный, влиятельный; могущественный;3) веский, значительный, убедительный;ισχυρο επιχείρημα — веский аргумент;
ισχυρές ενδείξεις ενοχής — веские доказательства виновности;
4) юр. действительный, имеющий силу закона, законный; вступивший в силу
См. также в других словарях:
αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… … Dictionary of Greek
αντίσταση — η 1. το να αντιστέκεται κανείς, εναντίωση στις θελήσεις άλλου: Ο επιδρομέας συναντούσε παντού σκληρή αντίσταση. 2. αντίδραση ενός σώματος στην ενέργεια άλλου σώματος: Η αντίσταση του αέρα μειώνει την ταχύτητα του αεροπλάνου. 3. (φυσ.), «ηλεκτρική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριβή — Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια. Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek