Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ανοίγομαι

  • 1 Κλείνομαι στον εαυτό μου και δεν ανοίγομαι σε κανέναν

    Замкнуться в себе
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κλείνομαι στον εαυτό μου και δεν ανοίγομαι σε κανέναν

  • 2 ανοίγω

    (αόρ. άνοιξα) 1. μετ.
    1) открывать, раскрывать; вскрывать;

    ανοίγω τό φάκελλο — вскрывать конверт;

    ανοίγω την φιάλη — открывать, откупоривать бутылку;

    2) отворять; отпирать;

    ανοίγω διάπλατα — широко открывать, распахивать;

    3) перен. открывать, начинать (работу магазина, конторы и т. п.);
    4) объявлять открытым, объявлять начало; класть начало;

    ανοίγω τη συνεδρίαση — открыть заседание;

    ανοίγω λογαριασμό — открывать счёт (в банке);

    ανοίγω τό σκορ — спорт, открывать счёт;

    ανοίγω πίστωση — открыть кредит;

    ανοίγω κουβέντα — начать беседу;

    5) разламывать; рассекать;

    ανοίγω τό καρπούζι — разрезать арбуз;

    ανοίγω τό κεφάλι — раскроить голову;

    6) рыть, копать;

    ανοίγω πηγάδι — рыть колодец;

    ανοίγω κανάλι — рыть, прокладывать канал;

    ανοίγω δρόμο — прокладывать, строить дорогу;

    7) просверливать, пробуравливать (дыру);
    8) развёртывать; распускать;

    ανοίγω τό πανί — поднимать паруса;

    ανοίγω τα φτερά — расправлять крылья;

    9) расширять, расставлять;

    ανοίγω τα πόδια — расставлять ноги;

    άνοιξε το βήμα σου шире шаг;

    § ανοίγω πορά — открывать огонь;

    ανοίγ τό ζυμάρι — раскатывать тесто;

    ανοίγω την αγκάλη μου — принимать с распростёртыми объятиями;

    ανοίγω την καρδιά μου — открыть душу, сердце;

    μου άνοιξες την καρδιά ты меня обрадовал, утешил;

    ανοίγω μυστικό — открыть кому-л. свою тайну;

    ανοίγω τα μάτια — открыть глаза (на что-л.);

    ανοίγ τα χαρτιά μου — раскрывать свои карты;

    ανοίγω δουλειές — доставлять хлопоты, заботы;

    ανοίγω την όρεξη — возбуждать аппетит;

    ανοίγω τό λάκκο σε κάποιον — рыть йму кому-л;

    ανοίγω νέους ορίζοντες — открывать новые горизонты;

    2. αμετ.
    1) открываться, раскрываться; 2) разбиваться, раскалываться; 3) открываться (р ране); прорываться (о нарыве); 4) расступаться (о толпе); 5) расшириться;

    ανοίγει ο δρόμος — дорога расширяется;

    6) открываться, начинить функционировать, работать (о предприятии и т. п.);
    7) начинаться; появляться (тж. об аппетите);

    ανοίγουν πάλι οι δουλειές μας — в наших коммерческих делах снова начинается оживление;

    8) выцветать, линять;
    9) проясняться (о погоде); светлеть (о небе); 10) распускаться (о цветах и т. п.); § άνοιξε η γη και τον κατάπιε он как сквозь землю провалился; άνοιξε η μύτη μου у меня пошла кровь из носа; άνοιξε η τύχη του ему повезло, ему счастье улыбнулось;

    ανοίγομαι

    1) — отплывать, выходить в открытое море;

    2) расширять (предприятие, торговлю);
    3) начать тратить деньги, раскошелиться, развязать свой кошелёк (разг); 4) открыться (кому-л.); быть откровенным (с кем-л.); 5) раскрыться, перестать быть замкнутым

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανοίγω

См. также в других словарях:

  • ανοίγομαι — ανοίγομαι, ανοίχτηκα, ανοιγμένος βλ. πίν. 22 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προεξανάγομαι — Α ανοίγομαι εκ τών προτέρων με τα πλοία στο πέλαγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξανάγομαι «ανοίγομαι στο πέλαγος»] …   Dictionary of Greek

  • αλαργάρω — (κυρίως ναυτ. όρος) 1. απομακρύνομαι, ανοίγομαι στο πέλαγος 2. απομακρύνω, αλαργεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ρ. allargare «ευρύνω, ομαι, εκτείνω, ομαι, απλώνω, ομαι». ΠΑΡ. νεοελλ. αλαργάρισμα] …   Dictionary of Greek

  • ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …   Dictionary of Greek

  • αναστομώνω — (Α ἀναστομῶ, όω) ανοίγω τρύπα, διανοίγω, διευρύνω άνοιγμα νεοελλ. 1. ακονίζω, τροχίζω 2. (για μέταλλα) ξαναβάφω 3. λειαίνω σωλήνα εσωτερικά 4. ιατρ. διενεργώ αναστόμωση 5. μέσ. αναστομώνομαι ανατ. συνενώνομαι, συμβάλλω αρχ. μέσ. 1. ανοίγομαι,… …   Dictionary of Greek

  • ανοιγοκλείνω — (κ. ανοιγοκλειώ) 1. ανοίγω και κλείνω κάτι συνέχεια 2. (αμτβ.) ανοίγομαι και κλείνομαι διαδοχικά 3. φρ. «όσο ν’ ανοιγολείσω τα μάτια» πολύ γρήγορα, εν ριπή οφθαλμού …   Dictionary of Greek

  • διαστομώνω — (AM διαστομῶ, όω) 1. ανοίγω στόμιο ή τρύπα 2. διαπλατύνω υπάρχουσα οπή αρχ. παθ. ανοίγομαι υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • εμπελαγίζω — ἐμπελαγίζω (Α) ανοίγομαι στο πέλαγος …   Dictionary of Greek

  • επανάγω — (AM ἐπανάγω) [άγω] φέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση ή κατάσταση, επαναφέρω («ἐπανήγαγες ἡμᾱς ἐξ ἀγνωσίας πρὸς εὐσέβειαν», Μηναία) νεοελλ. ξαναφέρνω μια υπόθεση στο δικαστήριο, κάνω έφεση, εφεσιβάλλω αρχ. Ι. 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὀνείδεα… …   Dictionary of Greek

  • ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… …   Dictionary of Greek

  • ξεκλειδώνω — 1. ανοίγω κάτι κλειδωμένο χρησιμοποιώντας κλειδί («ξεκλείδωσα την πόρτα») 2. (ενεργ. και μέσ.) ανοίγομαι με κλειδί (α. «ξεκλειδώνει δύσκολα το μπαούλο» β. «δεν ξεκλειδώνεται εύκολα το ντουλάπι») 3. παραλύω, εξαρθρώνω 4. ναυτ. βγάζω τον πίρο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»