-
1 detect
ανιχνεύω -
2 выявлять
1. (проявлять) εκδηλώνω, φανερώνω 2. (обнаруживать) ανιχνεύω, ανακαλύπτω, αποκαλύπτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выявлять
-
3 дефект
το ελάττωμα, η ατέλεια, η ελαττωματικότηταвыявлять - βρίσκω το -, παρουσιάζω το -обнаруживать - ανιχνεύω/βρίσκω το -устранять - εξαλείφω/διορθώνω το -скрытый - λανθάνον -, μη ορατό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефект
-
4 искать
1. (стараться найти) ψάχνω, γυρεύω 2. (заниматься поисками) (δι)ερευνώ, αναζητώ, ανιχνεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > искать
-
5 повреждение
η βλάβ/η, (ухудшение, износ) η φθοράвыявлять - βρίσκω/ανιχνεύω τη -определять место - яπροσδιορίζω/βρίσκω το σημείο της - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > повреждение
-
6 сканировать
ερευνώ, ανιχνεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сканировать
-
7 выследить
выследитьсов, выслеживать несов ἀνιχνεύω, παρακολουθώ, ἀνακαλύπτω τά ίχνη/ Ιχνηλατώ, κυνηγώ (зверя). -
8 зондировать
зонд||и́роватьнесов1. мед. καθετηριάζω, ἐξετάζω μέ καθετήρα·2. (почву) καθετηριάζω·3. перен βολιδοσκοπώ, ἀνιχνεύω:\зондироватьи́ровать почву βολιδοσκοπώ. -
9 почва
почв||аж1. τό ἔδαφος, ἡ γή:болотистая \почва τό ἐλωδες, βαλτώδες ἔδαφος· гли́иистая \почва τό πηλώδες (άργιλλώδες) ἔδαφος· плодородная \почва τό γόνιμο ἔδαφος·2. перен τό ἔδαφος, ἡ βάσις:на-щу́пать \почвау ἀνιχνεύω, βολιδοσκοπώ· заранее подготовить \почвау προετοιμάζω, προλειαίνω τό ἔδαφος· терять \почвау под ногами μοῦ φεύγει τό ἔδαφος4, κάτω ἀπ' τά πόδια μου· выбивать \почвау из-под ног ἀφοπλίζω στή συζήτηση, στρυμώχνω στή συζήτηση· ◊ на \почвае чего-л. ἐξαιτίας, ἔνεκα, λόγω τοῦ. -
10 разведывать
разведыватьнесов1. (разузнавать) πληροφοροῦμαι/ μαθαίνω (узнавать)·2. воен. ἀνιχνεύω, κάνω ἀναγνώριση·3. геол. ἐξερευνώ, ἐρευνώ. -
11 scan
[skæn] 1. past tense, past participle - scanned; verb1) (to examine carefully: He scanned the horizon for any sign of a ship.) εξετάζω λεπτομερώς,ανιχνεύω2) (to look at quickly but not in detail: She scanned the newspaper for news of the murder.) ρίχνω μια γρήγορη ματιά3) (to pass radar beams etc over: The area was scanned for signs of enemy aircraft.) σαρώνω4) (to pass an electronic or laser beam over a text or picture in order to store it in the memory of a computer.) σκανάρω5) (to examine and get an image of what is inside a person's body or an object by using ultra-sound and x-ray: They scanned his luggage at the airport to see if he was carrying drugs.) κάνω ακτινογραφία6) (to fit into a particular rhythm or metre: The second line of that verse doesn't scan properly.) αναλύω μετρικά,έχω το σωστό μέτρο2. nounShe had an ultrasound scan to see whether the baby was a boy or a girl; a brain scan; a quick scan through the report.) (ιατρική) -γράφημα- scanner -
12 scout
1. noun1) (a person, aircraft etc sent out to bring in information, spy etc: The scouts reported that there were Indians nearby.) ανιχνευτής2) ((with capital: formerly Boy Scout) a member of the Scout Movement, an organization of boys formed to develop alertness and strong character.) πρόσκοπος2. verb(to act as a scout or spy: A party was sent ahead to scout.) ανιχνεύω,κάνω αναγνώριση -
13 зондировать
-рую, -руешь ρ.δ.μ.1. (ιατρ.) καθετηριάζω, εξετάζω με καθετήρα.2. (γεωλ.) κάνω γεώτρηση, καθετηριάζω.3. μτφ. βολιδοσκοπώ, εξιχνιάζω, ερευνώ τις διαθέσεις, σκέψεις κ.τ.τ.εκφρ.зондировать почву – βολιδοσκοπώ, ανιχνεύω, προσπαθώ να διαγνώσω (διαθέσεις ή σκέψεις κ.τ.τ.).καθερηριάζομαι. -
14 исследовать
-дую, -дуешь ρ.δ.κ.σ.μ. ερευνώ, εξερευνώ• μελετώ, εξετάζω• ; αναλύω, κάνω ανάλυση•исследовать законы природы ερευνώ τους νόμους της φύσης• исследовать какой-л. вопрос εξετάζω κάποιο ζήτημα•
исследовать состав вещества κάνω ανάλυση της σύνθεσης της ουσίας•
исследовать больного εξετάζω (ακροώμαι) τον άρρωστο.
|| ανιχνεύω, κατοπτεύω•военный отряд -ал все побережье το στρατιωτικό απόσπασμα κατόπτευσε όλη την ακτή.
ερευνώμαι; μελετιέμαι• εξετάζομαι αναλύομαι. || ανιχνεύομαι, κατοπτεύομαι. -
15 нащупать
ρ.σ.μ.1. ψηλαφίζω, (επι)ψηλαφώ, (επι)ψαύω ψαχουλεύω, πασπατεύω.2. μτφ. ανιχνεύω, εξιχνιάζω, ιχνηλατώ. -
16 обследовать
-дую, -дуешьρ.δ.κ.σ.μ.επιθεωρώ, ελέγχω•обследовать работу школы ελέγχω τη δουλειά του σχολείου.
|| εξετάζω, κο ιτάζω, βλέπω•врач -ал больного ο γιατρός εξέτασε τον άρρωστο.
|| εξερευνώ, ανιχνεύω•разведчики -ли местность οι ανιχνευτές κατόπτευσαν την τοποθεσία.
ελέγχομαι, επιθεωρούμαι κλπ, ρ. ενεργ. φ. -
17 охотиться
охочусь, охотишьсяρ.δ.1. κυνηγώ, θηρεύω•охотиться за перепелами κυνηγώ ορτύκια•
охотиться на волков κυνηγώ λύκους.
|| μτφ. ανιχνεύω, εξιχνιάζω, ιχνηλατώ παρακολουθώ.2. μτφ. βάζω στο μάτι, αποσκοπώ, επιδιώκω.охочусь, охотишьсяρ.δ. (απλ.)επιθυμώ, θέλω, βούλομαι. -
18 разведать
ρ.σ.μ.1. πληροφορούμαι, παίρνω πληροφορίες, μαθαίνω.2. ανιχνεύω, εξιχνιάζω• κάνω αναγνώριση• εξερευνώ•разведать залежи полезных ископаемых εξερευνώ κοιτάσματα ορυκτών•
разведать расположение огневых точек врага εξακριβώνω (προσδιορίζω ακριβώς) τη διάταξη των πυρών του εχθρού.
-
19 рекогносцировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ.1. (στρατ.) ανιχνεύω, κάνω αναγνώριση.2. (γεωδ.) ερευνώ προκαταρκτικά.1. ανιχνεύομαι.2. (γεωδ.) ερευνιέμαι προκαταρτικά. -
20 keşfetmek
ανακαλύπτω, ανιχνεύω, εξερευνώ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνιχνεύω — track pres subj act 1st sg ἀνιχνεύω track pres ind act 1st sg ἀνιχνεύω track pres subj act 1st sg ἀνιχνεύω track pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανιχνεύω — ανιχνεύω, ανίχνευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανιχνεύω — (Α ἀνιχνεύω) 1. ερευνώ, ψάχνω κάτι παρακολουθώντας τα ίχνη του, ιχνηλατώ 2. αναζητώ, ψάχνω με προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ιχνεύω. ΠΑΡ. ανίχνευση νεοελλ. ανιχνευτής] … Dictionary of Greek
ανιχνεύω — ευσα, ψάχνω παρακολουθώντας τα ίχνη, ερευνώ προσεχτικά: Προσπαθούσε να ανιχνεύσει στα σπλάχνα του θύματος το δηλητήριο που είχε προκαλέσει το θάνατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνιχνεύσατε — ἀνιχνεύω track aor imperat act 2nd pl ἀ̱νιχνεύσατε , ἀνιχνεύω track aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀνιχνεύω track aor imperat act 2nd pl ἀνῑχνεύσατε , ἀνιχνεύω track aor ind act 2nd pl ἀνιχνεύω track aor ind act 2nd pl (homeric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιχνεύσομεν — ἀνιχνεύω track aor subj act 1st pl (epic) ἀνιχνεύω track fut ind act 1st pl ἀ̱νιχνεύσομεν , ἀνιχνεύω track futperf ind act 1st pl (doric aeolic) ἀνιχνεύω track aor subj act 1st pl (epic) ἀνιχνεύω track fut ind act 1st pl ἀνῑχνεύσομεν , ἀνιχνεύω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίχνευσον — ἀνιχνεύω track aor imperat act 2nd sg ἀ̱νίχνευσον , ἀνιχνεύω track futperf ind act masc voc sg (doric aeolic) ἀ̱νίχνευσον , ἀνιχνεύω track futperf ind act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀνιχνεύω track aor imperat act 2nd sg ἀνί̱χνευσον ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιχνευθέντα — ἀνιχνεύω track aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀνιχνεύω track aor part pass masc acc sg ἀνιχνεύω track aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀνιχνεύω track aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιχνευόμενον — ἀνιχνεύω track pres part mp masc acc sg ἀνιχνεύω track pres part mp neut nom/voc/acc sg ἀνιχνεύω track pres part mp masc acc sg ἀνιχνεύω track pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιχνευόντων — ἀνιχνεύω track pres part act masc/neut gen pl ἀνιχνεύω track pres imperat act 3rd pl ἀνιχνεύω track pres part act masc/neut gen pl ἀνιχνεύω track pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιχνεύει — ἀνιχνεύω track pres ind mp 2nd sg ἀνιχνεύω track pres ind act 3rd sg ἀνιχνεύω track pres ind mp 2nd sg ἀνιχνεύω track pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)