-
1 сопротивляемость
η αντοχή, η ανθεκτικότητα-ться αντιστέκομαι, αντιδρώανθίσταμαι, αντιτάσσομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сопротивляемость
-
2 отбиваться
отбивать||ся1. (защищаться) ἀμύνομαι, ἀνθίσταμαι·2. (отставать) ξεκόβω, ξεκόβομαι, μένω πίσω·3. (отламываться) σπάζω (μετ.), θραύομαι· ◊ \отбиватьсяся от рук разг παύω νά ὑπακούω. -
3 противиться
противитьсянесов ἀντιδρώ, ἀντιτάσσομαι/ ἀντιστέκομαι, ἀνθίσταμαι (сопротивляться). -
4 противостоять
противостоятьнесов1. (противиться, сопротивляться) ἀντιστέκομαι, ἐναντιώνομαι, ἀνθίσταμαι·2. (противополагаться) ἀντιπαρατίθεμαι. -
5 сопротивление
сопротивлениес1. ἡ ἀντίσταση [-ις]/ ἡ ἀντίδραση [-ις], ἡ ἐναντίωση [-ις] (противодействие):оказывать \сопротивление ἀντιστέκομαι, φέρω ἀντίστασιν, ἀνθίσταμαι· встречать \сопротивление συναντώ ἀντίσταση· сломить \сопротивление τσακίζω τήν ἀντίσταση· без \сопротивлениея χωρίς ἀντίσταση· без всякого \сопротивлениея ἀμαχητί·2. тех. ἡ ἀντοχή:\сопротивление материалов ἡ ἀντοχή τῶν ὑλικών ◊ движение \сопротивлениея τό κίνημα τής ἀντίστασης· идти́ по линии наименьшего \сопротивлениея ἀκολουθώ τόν εὐκολο δρόμο. -
6 сопротивляться
сопротивлятьсянесов ἀντιστέκομαι, ἀνθίσταμαι, ἀντ,ιτάσσομαι, ἐναντιώνομαι. -
7 отбиваться
[ατμπιβάτ'σα] ρ. ανθίσταμαι -
8 отбиваться
[ατμπιβάτ'σα] ρ ανθίσταμαι -
9 противиться
-влксь, -вишьсяρ.δ. εναντιώνομαι, αντιδρώ, αντενεργώ• αντιπράττω• αντιστέκομαι, ανθίσταμαι. -
10 сопротивляться
ρ.δ.1. αντιστέκομαι, ανθίσταμαι•сопротивляться натиску врага αντιστέκομαι στην ισχυρή πίεση του εχθρού.
|| αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι• αντιπαλεύω.2. (φυσ.) αντιδρώ. -
11 direnmek
αντιστέκομαι, ανθίσταμαι
См. также в других словарях:
ανθίσταμαι — βλ. πίν. 159 (μόνο στον ενεστ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανθίσταμαι — (AM ἀνθίσταμαι, αρχ. κ. ενεργ. ανθίστημι) 1. προβάλλω άμυνα, αντιστέκομαι, εναντιώνομαι, παίρνω θέση μάχης εναντίον κάποιου 2. εξακολουθώ να προβάλλω αντίσταση, βαστώ αρχ. ενεργ. 1. τοποθετώ, στήνω κάτι απέναντι σε κάτι άλλο 2. παραλληλίζω,… … Dictionary of Greek
ἀνθίσταμαι — ἀνθίστημι set against pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
ανθίστημι — (Α) βλ. ανθίσταμαι … Dictionary of Greek
ανταίρω — (AM ἀνταίρω) [αίρω] (μσν. επαναστατώ αρχ. 1. σηκώνω, υψώνω κάτι εναντίον κάποιου 2. υψώνω κάτι (πυρσό ή σημείο) για να δώσω απάντηση 3. ανθίσταμαι 4. (για υψώματα) υψώνομαι παράλληλα ή απέναντι από άλλο ύψωμα … Dictionary of Greek
αντικοττώ — ( άω και έω) (Μ ἀντικοττῶ) εναντιώνομαι, ανθίσταμαι νεοελλ. 1. προσατενίζω, αντικρύζω, αντιμετωπίζω 2. ακτινοβολώ 3. αντηχώ 4. ερεθίζω 5. κατηγορώ μσν. συναγωνίζομαι μ επιτυχία … Dictionary of Greek
αντιπίπτω — ἀντιπίπτω (AM) επιτίθεμαι για να αμυνθώ, ανθίσταμαι μσν. προσαρμόζω δύο πράγματα ακριβώς αρχ. 1. πέφτω μέσα σε κάτι 2. αντιτίθεμαι σε κάτι, το αντικρούω 3. παίρνω διαφορετική κατεύθυνση 4. (για περιστάσεις) είμαι δυσμενής 5. (το ουδ. μτχ. ως… … Dictionary of Greek