-
1 ανηφορίζω
См. также в других словарях:
ανηφορίζω — ανηφορίζω, ανηφόρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανηφορίζω — 1. βαδίζω στην ανηφοριά, παίρνω τον ανήφορο, ανεβαίνω 2. είμαι ανηφορικός … Dictionary of Greek
ανηφορίζω — ισα, ισμένος, βαδίζω ανηφορικό δρόμο, γίνομαι ανηφορικός: Είδες, ανηφορίσαμε μάνι μάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)