-
1 ανεπισταθμευτος
2освобожденный от квартирной повинности, свободный от постоя Polyb.
См. также в других словарях:
ανεπιστάθμευτος — ἀνεπιστάθμευτος, ον (Α) εκείνος που είναι απαλλαγμένος από την υποχρέωση να παρέχει κατάλυμα στους στρατιώτες … Dictionary of Greek
ἀνεπισταθμεύτους — ἀνεπιστάθμευτος exempt from billeting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)