Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ανεπισταθμευτος

См. также в других словарях:

  • ανεπιστάθμευτος — ἀνεπιστάθμευτος, ον (Α) εκείνος που είναι απαλλαγμένος από την υποχρέωση να παρέχει κατάλυμα στους στρατιώτες …   Dictionary of Greek

  • ἀνεπισταθμεύτους — ἀνεπιστάθμευτος exempt from billeting masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»