Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανεξακρίβωτος

См. также в других словарях:

  • ανεξακρίβωτος — η, ο ο μη εξακριβωμένος, αδιευκρίνιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξακριβώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • ανεξακρίβωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν εξακριβώθηκε ή δεν μπορεί να εξακριβωθεί: Η πληροφορία είναι ακόμη ανεξακρίβωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγνωστος — η, ο (Α ἄγνωστος, η, ον) [γνωστός] 1. αυτός που δεν είναι, δεν έγινε ή δεν μπορεί να γίνει γνωστός, ο μη οικείος, ο μη γνώριμος, άδηλος, ανεξακρίβωτος 2. το ουδ. ως ουσ. το άγνωστο(ν) αυτό που δεν μπορεί να γίνει γνωστό με τις ανθρώπινες… …   Dictionary of Greek

  • αβεβαίωτος — η, ο [βεβαιώνω] 1. ο μη βεβαιωθείς, ανεπιβεβαίωτος, ανεξακρίβωτος, ανεπικύρωτος, αναπόδεικτος 2. (για φόρο) αυτός που δεν καθορίστηκε …   Dictionary of Greek

  • αγνώριστος — η, ο (Α ἀγνώριστος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει αλλοιωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην είναι δυνατόν να αναγνωριστεί αρχ. άγνωστος, ανεξακρίβωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γνωρίζω. ΠΑΡ. αγνωρισιά] …   Dictionary of Greek

  • αδιαβεβαίωτος — η, ο (Α ἀδιαβεβαίωτος, ον) [διαβεβαιώνω] αυτός που δεν διαβεβαιώθηκε, για τον οποίο δεν υπάρχει βεβαιότητα, ανεξακρίβωτος, αμφίβολος …   Dictionary of Greek

  • ακαταμαρτύρητος — ἀκαταμαρτύρητος, ον (Α) [καταμαρτυρῶ] ο ανεξακρίβωτος …   Dictionary of Greek

  • αναλήθευτος — η, ο αυτός που δεν επαλήθευσε ή δεν είναι δυνατό να επαληθεύσει, απραγματοποίητος, ανεξακρίβωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναληθεύω < αναληθής] …   Dictionary of Greek

  • χατίς — ίδος, και χᾱτις, άτιδος, ἡ, Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιθυμία, χρῆσις». [ΕΤΥΜΟΛ. < χατέω*. Ανεξακρίβωτος παραμένει ο τονισμός τής λ.] …   Dictionary of Greek

  • άγνωστος — η, ο 1. ανεξακρίβωτος: Είναι άγνωστο πότε θα γυρίσει. 2. αυτός που δεν έχει διδαχτεί: Οι μαθητές εξετάζονται και σε άγνωστο κείμενο. 3. αυτός που δεν ξέρει, ο άπειρος: Οι νιούτσικες οι άγνωστες πιάνονται σαν το ψάρι (Ερωτόκριτος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγνώριστος — η, ο 1. αυτός που δεν μπορεί να τον γνωρίσει κανείς, ανεξακρίβωτος: Τα μελλούμενα είναι αγνώριστα. 2. εκείνος που δεν αναγνωρίζεται εξαιτίας κάποιας αλλαγής: Μ αυτά τα γένια και τα μουστάκια έγινες αγνώριστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»