Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ανεξάντλητος

См. также в других словарях:

  • ανεξάντλητος — η, ο (Α ἀνεξάντλητος, ον) αυτός που δεν εξαντλείται, αστείρευτος …   Dictionary of Greek

  • ανεξάντλητος — η, ο επίρρ. α αστείρευτος: Αποτελούσε για κείνον μια ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άσωστος — και ανέσωστος και άσωτος, η, ο (AM ἄσωστος, ον) [σώζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν σώθηκε, που δεν έχει καταναλωθεί, ανεξάντλητος, ατέλειωτος 2. ελλιπής, ασυμπλήρωτος 3. αυτός που δεν έχει ακόμη διασωθεί 4. αυτός που δεν μπορεί να τον φτάσει κανείς …   Dictionary of Greek

  • αέναος — η, ο (Α ἀέναος, ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως) 1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος 2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών») 3. επίρρ. αενάως συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν ( …   Dictionary of Greek

  • αδαπάνητος — η, ο (Α ἀδαπάνητος, ον) 1. αυτός που δεν μπορεί να δαπανηθεί 2. που δεν δαπανήθηκε, δεν ξοδεύτηκε, ο αξόδευτος, ο ανεξάντλητος (νεοελλ. επίρρ.) αδαπάνητα χωρίς δαπάνη, δωρεάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δαπανῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αδαπανησία, αδαπανητί] …   Dictionary of Greek

  • αδιεξήγητος — ἀδιεξήγητος, ον (Α) [διεξηγοῦμαι] 1. αυτός που δεν μπορεί να περιγραφεί 2. ανεξάντλητος …   Dictionary of Greek

  • ακένωτος — η, ο (Α ἀκένωτος, ον) [κενῶ] ο ανεξάντλητος «ἀκένωτος πηγὴ σοφίας», «ακένωτος θησαυρός» νεοελλ. ασερβίριστος (για φαγητό) που δεν αδειάστηκε στα πιάτα …   Dictionary of Greek

  • αλιγόστευτος — η, ο [λιγοστεύω] αυτός που δεν λιγόστεψε ή δεν μπορεί να λιγοστέψει, ο αμείωτος, ο ανεξάντλητος …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • απέραντος — η, ο (AM ἀπέραντος, ον) [περαίνω] αυτός που δεν έχει τέλος, άπειρος 2. αναρίθμητος, αμέτρητος αρχ. 1. (για χρόνο) ατελείωτος 2. ανεξάντλητος 3. αυτός που φαίνεται ότι δεν έχει τέλος 4. αυτός που δεν επιτρέπει να δραπετεύσει κανείς, που δεν… …   Dictionary of Greek

  • αστέρευτος — η, ο 1. εκείνος που δεν στερεύει, ο αέναος («αστέρευτη βρύση, αστέρευτα δάκρυα») 2. ο ανεξάντλητος («αστέρευτα πλούτη, αστέρευτη δυστυχία») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»