-
1 ανεμπόδιστος
[анэмбодистос]εκ. беспрепятственный, свободный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανεμπόδιστος
-
2 беспрепятственный
беспрепятственныйприл ἀνεμπόδιστος, ἀπρόσκοπτος, ἀκώλυτος. -
3 свободный
свобод||ный"Р"·?·1. ἐλεύθερος:\свободныйный выбор ἡ ἐλεύθερη ἐκλογή·2. (не занятый) χηρεύων, Κενός:\свободныйное место ἡ χηρεύουσα (или ἡ κενή) θέση· з. (об одежде) εὐρύχωρος·4. (лишний) ἐλεύθερος, διαθέσι-I-0?· \свободныйНое время ὁ ἐλεύθερος χρόνος· \свободныйные деньги τα διαθέσιμα χρήματα·5. (5еспрепятственныщ ἐλεύθερος, ἀνεμπόδιστος:\свободныйный доступ ἡ ἐλεύθερη προσέλευση, ἡ ἐλεύθερη είσοδος· \свободныйное дыхание ἡ ἐλεύθερη ἀναπνοή· ◊ \свободныйная профессия τό ἐλεύθερο ἐπάγγελμα. -
4 баспрепятствеиный
[μπισπριπγιάτστβιννύϊ] εκ. ανεμπόδιστος -
5 баспрепятствеиный
[μπισπριπγιάτστβιννύϊ] επ ανεμπόδιστος -
6 беспрепятственный
επ., βρ: -вен, к. -венен, -венна, -венноανεμπόδιστος, χωρίς εμπόδια, ακώλυτος• ελεύθερος• εύκολος. -
7 невозбранный
επ., βρ: -анен, -анна, -анно παλ. ανεμπόδιστος, απαρεμπόδιστος, αμπόδιστος, ακώλυτος. -
8 свободный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. ελεύθερος•-ые и крепостные крестьяне ελεύθεροι και δουλοπάροικοι αγρότες.
|| ουσ. απελεύθερος•свободный и раб απελεύθερος και δούλος.
|| ελεύθερος• λεύτερος•свободный гражданин ελεύθερος πολίτης•
-ые люди ελεύθεροι άνθρωποι•
-народ ελεύθερος λαός•
-ая жизнь ελεύθερη ζωή•
свободный выбор ελεύθερη εκλογή•
-ые выборы ελεύθερες εκλογές•
-ая мысль ελεύθερη σκέψη.
2. ανεμπόδιστος•-ое дыхание ελεύθερη αναπνοή•
свободный доступ ελεύθερη προσέλευση ή είσοδος.
|| άνετος, ευρύχωρος, απλόχωρος. || αβίαστος•свободный голос певца ελεύθερη φωνή του τραγουδιστή.
|| ο υπέρ το δέον ελεύθερος•-ая женщина ελεύθερη γυναίκα.
3. περίσσιος, διαθέσιμος•-ое время ελεύθερος χρόνος•
свободный стул ελεύθερο κάθισμα.
4. αστερέωτος, αστέργιω-τος•свободный конец вервки ελεύθερη άκρη της τρ ι-χιάς.
5. (χημ.)• μη ενωμένος•свободный кислород ελεύθερο οξυγόνο.
εκφρ.- ая профессия – ελεύθερο επάγγελμα (δικηγόρου, γιατρού κλπ.)• свободный художник α) παλ. τίτλος ζωγράφου, β) τίτλος μουσικού με ανώτερη μουσική κατάρτιση.
См. также в других словарях:
ἀνεμπόδιστος — unhindered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεμπόδιστος — η, ο (Α ἀνεμπόδιστος, ον) μη εμποδιζόμενος, αμπόδιστος, ακώλυτος αρχ. εκείνος που δεν δημιουργεί κανένα εμπόδιο, που δεν εμποδίζει … Dictionary of Greek
ανεμπόδιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν εμποδίζεται, δεν απαγορεύεται: Του είπε πως στο χτήμα του μπορούσε να μπαίνει ανεμπόδιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεμποδίστως — ἀνεμπόδιστος unhindered adverbial ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμπόδιστον — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem acc sg ἀνεμπόδιστος unhindered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμποδίστοις — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμποδίστου — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμποδίστους — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμποδίστων — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμποδίστῳ — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμπόδιστα — ἀνεμπόδιστος unhindered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)