-
1 ἀνεμίζω
ἀνεμίζω, durch den Wind bewegen, im pass., N. T
-
2 ανεμιζω
-
3 ἀνεμίζω
-
4 ἀνεμίζω
ἀνεμίζω (Att. ἀνεμόω) pass. be moved by the wind (schol. on Od. 12, 336) κλύδων ἀνεμιζόμενος καὶ ῥιπιζόμενος surf moved and tossed by the wind Js 1:6.—DELG s.v. ἄνεμος. M-M. -
5 ανεμίζω
1. μετ.1) махать, размахивать (флагом и т. п.); 2) веять (зерно); 3) проветривать, вентилировать; 4) мор. разворачивать судно по ветру (на стоянке); 2. αμετ. развеваться;ανεμίζω στον αέρα — развеваться на ветру
-
6 ἀνεμίζω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀνεμίζω
-
7 ανεμίζω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ανεμίζω
-
8 ἀνεμίζω
поднимать или волновать ветром.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνεμίζω
-
9 ανεμίζω
éventer -
10 ἐξ-ανεμίζω
ἐξ-ανεμίζω, auslüften, Erkl. von ψύχω, Schol. Il. 20, 440.
-
11 416
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 416
-
12 ἐξανεμίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξανεμίζω
-
13 ἐξανεμίζω
См. также в других словарях:
ανεμίζω — ανεμίζω, ανέμισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ανεμίζω : κινώ κάτι (π.χ. σημαία) ή κινούμαι στον αέρα. Ο παθητικός τύπος ανεμίζομαι που αναφέρεται στα λεξικά είναι πολύ σπάνιος (δες κυρίως ψυχανεμίζομαι) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανεμίζω — (Μ ἀνεμίζω) Ι. ενεργ. σείω κάτι στον άνεμο, κινώ στον αέρα νεοελλ. 1. (για σιτάρι, σταφίδα κ.λπ.) ρίχνω ψηλά ώστε με τη βοήθεια του ανέμου να απαλλαγεί από τις ελαφρότερες ξένες ύλες, λιχνίζω 2. (αμτβ.) (για ύφασμα ή άλλο ελαφρό υλικό) σείομαι… … Dictionary of Greek
ανεμίζω — ανέμισα, ίστηκα, ισμένος 1. μτβ., κουνώ κάτι στον αέρα, λιχνίζω: Βοήθησε ν ανεμίσουν το στάρι. 2. αερίζω: Ανέμισα το καλαμπόκι, γιατί είχε αρχίσει να μουχλιάζει. 3. αμτβ., κυματίζω: Ψηλά στο κοντάρι ανέμιζε η σημαία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek
ανέμισμα — το [ανεμίζω] 1. το λίχνισμα 2. η κίνηση της ανέμης … Dictionary of Greek
ανεμιστήρας — Μηχάνημα που χρησιμεύει για την ανανέωση του αέρα σε κλειστούς χώρους ή για τη δημιουργία ρεύματος αέρα (εξαερισμός κτιρίων και ορυχείων, τροφοδοσία με αέρα και απομάκρυνση των αερίων καύσης από λέβητες και κάμινους, ψύξη τμημάτων μηχανών, ψύξη… … Dictionary of Greek
διανεμίζω — 1. απλώνω ή τινάζω κάτι για να στραγγίσει ή να στεγνώσει 2. λιχνίζω 3. διασκορπίζω κάτι (στον άνεμο). [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + ανεμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Πατάκη] … Dictionary of Greek
εξανεμίζω — και ξανεμίζω (Μ ἐξανεμίζω και ξανεμίζω) 1. μετατρέπω σε άνεμο, ματαιώνω, εξαφανίζω, καταστρέφω, εκμηδενίζω («εξανεμίστηκαν οι ελπίδες του», «εξανέμισε όλη την περιουσία του») 2. (για μαλλιά) ανεμίζω 3. κινώ στον άνεμο μσν. (αμτβ.) πέρδομαι … Dictionary of Greek
περιπλανώμαι — περιπλανῶμαι, άομαι, ΝΜΑ, και περιπλανιέμαι Ν πορεύομαι ή περιφέρομαι εδώ κι εκεί χωρίς συγκεκριμένο σκοπό («σαν άδικη κατάρα περιπλανάται μόνος του σκοτάδι στο σκοτάδι», Βαλαωρ.) νεοελλ. 1. χάνω τον δρόμο μου, τον προσανατολισμό μου, παρεκκλίνω… … Dictionary of Greek
ριπίζω — (I) ῥιπίζω, ΝΜΑ [ῥιπή] 1. προκαλώ ριπή, προξενώ πνοή ανέμου, φυσώ 2. ανεμίζω τη φλόγα, ξανάβω, αναρριπίζω νεοελλ. εξάπτω, εξερεθίζω αρχ. 1. εξακοντίζω, εκτινάσσω κάποιον («ἐρρίπισέ τε τὸν ἀντίπαλον», Ηλιόδ.) 2. (το παθ.) ῥιπίζομαι α) τρέμω β) μέ… … Dictionary of Greek
υπορριπίζω — και ὑποριπίζω Α 1. ριπίζω από κάτω ή ήρεμα 2. μέσ. ὑπορριπίζομαι και ὑποριπίζομαι μτφ. διεγείρω («ὑπορριπίζεσθαι ἐπὶ στάσεις», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ῥιπίζω* «φυσώ, ανεμίζω τη φωτιά, ξανάβω»] … Dictionary of Greek