-
1 αναχωρητής
[анахоритис] ουσ. а. отшельник,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναχωρητής
-
2 отшельник
отшельникм прям., перен ὁ ἐρημίτης, ὁ ἀσκητής, ὁ ἀναχωρητής. -
3 отшельник
[ατσέλ'νικ] ουσ. α. αναχωρητής -
4 отшельник
[ατσέλ'νικ] ουσ α αναχωρητής -
5 анахорет
-а α.αναχωρητής, ασκητής, ερημίτης. || μτφ. παλ. μονήρης, ο ζων μακριά από την κοινωνία. -
6 отшельник
-а α.-ца, -ы θ.1. μοναστής, αναχωρητής, ασκητής, ησυχαστής.2. μτφ. ερημίτης. -
7 подвижник
-а α.-ца, -ы θ.1. ασκητής, -ήτρια, αναχωρητής, ερημίτης.2. (γραπ. λόγος)• πρωτοπόρος, πρωτεργάτης, πρωτουργός, πρωτοστάτης.
См. также в других словарях:
ἀναχωρητής — one who has retired from the world masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναχωρητής — Αυτός που ζει απομονωμένος σε ερημικούς τόπους. Ως μορφή θρησκευτικής ζωής, ο αναχωρητισμός πρωτοεμφανίστηκε στην Αίγυπτο τον 3ο αι. μ.Χ. (Παύλος ο Θηβαίος) και διαδόθηκε στη Συρία και την Παλαιστίνη. Τα κύρια χαρακτηριστικά του αναχωρητισμού… … Dictionary of Greek
αναχωρητής — ο ασκητής, ερημίτης: Ο Αλέξ. Παπαδιαμάντης ουσιαστικά ήταν ένας αναχωρητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σαρματάς — Αναχωρητής από την Αίγυπτο, που τον έσφαξαν οι Σαρακηνοί, σε επιδρομή τους στη Θηβαΐδα (362). Η Αν. Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 30 Αυγούστου. Αναφέρεται και με το όνομα Σαρμάτιος … Dictionary of Greek
ἀναχωρηταῖς — ἀναχωρητής one who has retired from the world masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχωρηταί — ἀναχωρητής one who has retired from the world masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχωρητοῦ — ἀναχωρητής one who has retired from the world masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχωρητῇ — ἀναχωρητής one who has retired from the world masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχωρητήν — ἀναχωρητής one who has retired from the world masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχωρητῶν — ἀναχωρητής one who has retired from the world masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ошьльникъ — ОШЬЛЬНИК|Ъ (23), А с. 1.Отшельник: и поклони колѣнѣ ѡшелникъ. ПрЛ 1282, 77б; бра(т) въшедъ въ мнишьскоѥ житиѥ. и въземъ образъ абиѥ затвори себе гл҃ѧ. ˫ако ошелникъ ѥсмь. (ἀναχωρητής) ПНЧ 1296, 51 об.; Нѣкто когда ѿ ошелникъ въпраша великаго… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)