Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αναφιλητό

См. также в других словарях:

  • αναφιλητό — το κλάμα με συνεχείς λυγμούς: Δεν μπορούσαν να σταματήσουν το αναφιλητό της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναφιλητό — το (κ. αναφιλυτό) λυγμός, συνεχείς λυγμοί, σιγανός θρήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. αναφλύω «ανακοχλάζω», με ανάπτυξη ενός ενδοσυμφωνικού ι ] …   Dictionary of Greek

  • λυγμός — ο σπασμός του στήθους από το κλάμα, το αναφιλητό: Ακούγοντας την απόφαση του δικαστηρίου ξέσπασε σε λυγμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακλαίω — παράκλαψα, παρακλαύτηκα, παρακλαμένος, κλαίω υπερβολικά. Ο αόρ. παρακλαύτηκα σημαίνει παραπονέθηκα, διηγήθηκα τα βάσανά μου ζητώντας κάτι: Παράκλαψε το παιδί και στον ύπνο του ακόμη έχει αναφιλητό. – Παρακλαύτηκε στο νομάρχη και της χάρισαν το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»