-
1 ανατροφή
[анатрофи] ουσ. Θ. воспитание,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανατροφή
-
2 воспитание
воспитание с η ανατροφή, η εκπαίδευση хорошее \воспитание η καλή ανατροφή* * *сη ανατροφή, η εκπαίδευσηхоро́шее воспита́ние — η καλή ανατροφή
-
3 воспитание
воспитаниес ἡ ἀνατροφή, ἡ ἀγωγή, ἡ διαπαιδαγώγηση [-ις], ἡ διάπλαση [-ις]:\воспитание молодежи ἡ διαπαιδαγώγηση τῆς νεολαίας' физическое \воспитание ἡ σωματική ἀγωγή· взять ребенка на \воспитание ἀναλαμβάνω τήν ἀνατροφή τοῦ παιδιοῦ· получить хорошее \воспитание ἀνατρέφομαι καλά. -
4 благовоспнтанность
благовоспнтанн||остьж ἡ καλή ἀνατροφή, ἡ ἀΥωγή. -
5 воспитанность
воспи́т||анностьж ἡ καλή ἀνατροφή, ἡ εὐγένεια, ἡ καλή ἀγωγή. -
6 невоспитанность
невоспи́танн||остьж ἡ ἀναγωγία, ἡ ἀπαιδαγωγησία, ἡ ἐλλειψη ἀνατροφής, ἡ κακή ἀνατροφή. -
7 спартанский
спартан||скийприл σπαρτιατικός:\спартанскийское воспитание ἡ σπαρτιατική ἀνατροφή. -
8 благовоспитанность
[μπλαγκαβασπίταννετ'] ουσ. θ. καλή ανατροφή -
9 благовоспитанность
[μπλαγκαβασπίταννετ'] ουσ θ καλή ανατροφή -
10 воспитание
-я ουδ.ανατροφή, αγωγή, διαπαιδαγώγηση. -
11 воспитанный
επ. από μτχ.διαπαιδαγωγημένος, ευάγωγος, με καλή ανατροφή. -
12 вскармливание
-я ουδ.θρέψιμο, μεγάλωμα. || ανατροφή, αγωγή, διαπαιδαγώγηση. -
13 вырост
вырост 1-а α.1. (απλ.) ανάπτυξη, αύξηση, μεγάλωμα.2. βλαστός, -άρι. || εξόγκωμα κορμού δέντρου ή ζώου•εκφρ.шить на вырост – ράβω) αφήνοντας γύρισμα.вырост 2-а α. (απλ.) εκτροφή, ανατροφή, μεγάλωμα• καλλιέργεια.
См. также в других словарях:
ἀνατροφή — education fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατροφή — η 1. το μεγάλωμα ενός ανήλικου: Ουσιαστικά την ανατροφή του την είχαν αναλάβει ο παππούς και η γιαγιά του. 2. ηθική και πνευματική διαπαιδαγώγηση του ανήλικου: Δυστυχώς η ανατροφή του δεν ήταν καθόλου φροντισμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανατροφή — Η επιμέλεια για τη σωματική και διανοητική υγεία του παιδιού, τη διάπλαση του χαρακτήρα και του πνεύματός του, την επαγγελματική του εκπαίδευση και τη διαφύλαξή του από κάθε κίνδυνο. Την ανατροφική εξουσία εξασκούν οι γονείς. Από την υποχρέωση… … Dictionary of Greek
ἀνατροφῇ — ἀνατρέφω bring up pres subj mp 2nd sg (epic) ἀνατρέφω bring up pres ind mp 2nd sg (epic) ἀνατρέφω bring up pres subj act 3rd sg (epic) ἀνατροφῆι , ἀνατροφεύς nurturer masc dat sg (epic ionic) ἀνατροφή education fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατροφαῖς — ἀνατροφή education fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατροφαί — ἀνατροφή education fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατροφήν — ἀνατροφή education fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφοκομία — η [βρεφοκόμος] 1. ανατροφή και περίθαλψη βρεφών 2. η επιστήμη που ασχολείται με την περίθαλψη και την ανατροφή των βρεφών … Dictionary of Greek
θρέπτρα — (I) θρέπτρα, ἡ (Α) τροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θρεπτήρ αντί θρέπτειρα]. (II) θρέπτρα, τὰ (Α) 1. η αμοιβή που έδιναν οι γονείς για την ανατροφή τών παιδιών τους 2. η ανταμοιβή τών γονέων από τα παιδιά τους για την ανατροφή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω… … Dictionary of Greek
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek