Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανατριχιάζω

  • 1 ανατριχιάζω

    [аназрихьязо] р. содрогаться, приходить в ужас,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανατριχιάζω

  • 2 вздрагивать

    вздрагивать, вздрогнуть α νατριχιάζω, τρέμω (от страха) ξαφνιάζομαι, τρομάζω (от неожиданности)
    * * *
    = вздрогнуть
    ανατριχιάζω, τρέμω ( от страха); ξαφνιάζομαι, τρομάζω ( от неожиданности)

    Русско-греческий словарь > вздрагивать

  • 3 вздрагивать

    вздрагивать
    несов ἀνατριχιάζω, σκιρτώ, ἀνασκιρτώ.

    Русско-новогреческий словарь > вздрагивать

  • 4 драть

    драть
    несов разг
    1. (рвать) (ξε)σκί-ζω:
    \драть обувь σκίζω τά παπούτσια·
    2. (отделять, снимать) ξεφλουδίζω, γδέρνω:
    \драть лыко ξεφλουδίζω· \драть крупу́ ξεφλουδίζω μπληγοῦρι· \драть шкуру с овцы γδέρνω τό πρόβατο·
    3. (сечь, пороть):
    \драть розгами δέρνω (или χτυπῶ) μέ τή βέργα· \драть за волосы τραβώ τά μαλλιά· \драть за уши στρίβω (или τραβώ) τά αὐτιά·
    4. (дорого брать) γδέρνω:
    \драть втридорога γδέρνω (τόν πελάτη)·
    5. (раздражать, царапать):
    бритва дерет τό ξυράφι γδέρνει· вино дерет горло τό κρασί ἐρεθίζει τό λαρύγγι· ◊ \драть го́рло (громко кричать) разг ξεφωνίζω, ξελαρυγγίζο-μαι· \драть нос (важничать) разг κορδώ-νομαι, σηκώνω τή μύτη μου· мороз дерет по коже ἀνατριχιάζω, μέ πιάνει ἀνατριχίλα.

    Русско-новогреческий словарь > драть

  • 5 зыбь

    зыбь
    ж ἡ κουφοθάλασσα:
    мертвая \зыбь ὁ σάλος, ἡ ἀποθαλασσιἀ· подернуться \зыбью ρυτιδώνομαι, ἀνατριχιάζω.

    Русско-новогреческий словарь > зыбь

  • 6 кожа

    кож||а
    ж
    1. τό δέρμα / ἡ ἐπιδερμίδα [-ις] (тк. человека)·
    2. (выделанная) τό δέρμα, τό πετσί:
    чемодан из свиной \кожаи ἡ βαλίτσα ἀπό χοιρινό δέρμά
    3. (плода) τό φλούδι, ὁ φλοιός, ἡ φλούδα· ◊ лезть из \кожаи во́н τρώγω τά λυσσακά μου, βάζω ὀλα μου τά δυνατά· \кожа да ко́сти разг πετσί καί κόκκαλο· мороз по \кожае подирает разг ἀνατριχιάζω· гусиная \кожа τό ἀνατρίχιασμα.

    Русско-новогреческий словарь > кожа

  • 7 колыхаться

    колых||а́ться
    несов σείομαι/ κυματίζω, ἀνατριχιάζω (о траве, злаках и т. п.).

    Русско-новогреческий словарь > колыхаться

  • 8 мороз

    мороз
    м ἡ παγωνιά, ὁ παγετός, τό ψῦχος, τό κρύο:
    треску́чий \мороз ἄγριο κρύο· ударили \морозы πλάκωσε παγωνιά· ◊ \мороз по коже подирает разг ἀνατριχιάζω ἀπό τό κρύο.

    Русско-новогреческий словарь > мороз

  • 9 ощетиниваться

    ощетиниваться
    несов, ощетиниться сов
    1. ἀνατριχιάζω, φρίσσω·
    2. перен ἀποθρασύνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > ощетиниваться

  • 10 передергиваться

    передергивать||ся
    (от боли и т. п.) συστέλλομαι, παθαίνω σπασμούς / ἀνατριχιάζω (содрогаться).

    Русско-новогреческий словарь > передергиваться

  • 11 содрогиуться

    содрог||иу́ться
    сов ἀνατριχιάζω, φρικιώ.

    Русско-новогреческий словарь > содрогиуться

  • 12 становиться

    стан||овиться
    несов
    1. (вставать, занимать место) στέκομαι:
    \становиться на колени γονατίζω, γονυπετῶ· \становиться на стул ἀνεβαίνω στήν καρέκλα· \становиться в по́зу κάνω τόν...· \становиться на чыо-л. сторону перен παίρνω τό μέρος κάποιου·
    2. (располагаться):
    \становиться на якорь ἀγκυροβολώ· \становиться лагерем στρατο· πεδεύω·
    3. (делаться) γίνομαι:
    \становиться врачом γίνομαι γιατρός· ему́ \становитьсяо́вится лучше ἀρχίζει νά αἰσθάνεται καλλίτερα, καλλι-τερεύει ἡ κατάσταση του· \становитьсяо́вится темно ἀρχίζει νά σκοτεινιάζει· ◊ \становиться дь'.-бом ἀφηνιάζω (о лошади)! ἀνατριχιάζω, σηκώνομαι ὀρθιος (о волосах)· \становиться у власти ἀνεβαίνω στήν ἐξουσία.

    Русско-новогреческий словарь > становиться

  • 13 топорщиться

    топорщить||ся
    ἀνασηκώνομαι, φουσκώνω/ ἀνατριχιάζω (щетиниться).

    Русско-новогреческий словарь > топорщиться

  • 14 вздрагивать

    [βζντράγκιβατ'] ρ. ανατριχιάζω

    Русско-греческий новый словарь > вздрагивать

  • 15 содрогаться

    [σαντρογκάτσα] ρ. ανατριχιάζω

    Русско-греческий новый словарь > содрогаться

  • 16 вздрагивать

    [βζντράγκιβατ'] ρ ανατριχιάζω

    Русско-эллинский словарь > вздрагивать

  • 17 содрогаться

    [σαντρογκάτσα] ρ ανατριχιάζω

    Русско-эллинский словарь > содрогаться

  • 18 мороз

    α.
    1. κρύο, ψύχος πάγος•

    крепкий мороз δυνατό κρύο, παγετός, παγωνιά•

    трескучий мороз διαβολεμένο κρύο•

    сильный мороз δριμύ ψύχος.

    || ψύχος κάτω του μηδενός•

    четыре градуса -а τέσσερις βαθμούς κάτω από το μηδέν.

    2. ψύχρα, ψυχρός καιρός.
    εκφρ.
    мороз по коже ή по спине подирает ή дерт, пробегает – ανατριχιάζω (από κρύο, φόβο)•
    ударили -ы – έπεσαν κρύα•
    стоят сильные -ы – κάνει δριμύ ψύχος.

    Большой русско-греческий словарь > мороз

  • 19 содрогать

    гает
    ρ.δ.μ. τραντάζω, κάνω να-τρίζει. || κάνω να ανατριχιάσει.
    τ•ρέμω, κραδαίνομαι, τρίζω, τραντάζω, σειέμαι. || ανατριχιάζω; φριττω. || μτφ. ταράσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > содрогать

См. также в других словарях:

  • ανατριχιάζω — ανατριχιάζω, ανατρίχιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανατριχιάζω — ίχιασα, ιχιασμένος 1. αμτβ., νιώθω να σηκώνονται οι τρίχες μου από φόβο, συγκίνηση, κρύο κτλ.: Ακόμη και στο νου μου που το φέρνω ανατριχιάζω. 2. σπν. μτβ.: Με ανατρίχιασε το θέαμα που αντίκρισα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανατριχιάζω — 1. αισθάνομαι τις τρίχες μου να σηκώνονται από το κρύο, τον φόβο ή την οργή 2. σιχαίνομαι, αηδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. του ανατριχιώ < ανατριχώ < ανα * + τρίχα. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ. ΠΑΡ. ανατρίχιασμα,… …   Dictionary of Greek

  • μεταφρίσσω — (Α) 1. ανατριχιάζω, ριγώ μετά από κάτι 2. φρίσσω, ριγώ, ανατριχιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + φρίσσω «φρικιώ, τρέμω από τον φόβο μου»] …   Dictionary of Greek

  • -ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… …   Dictionary of Greek

  • αιθύσσω — αἰθύσσω (Α) 1. θέτω σε βίαιη κίνηση, ανακινώ, ταράζω 2. (για φύλλα) σειέμαι, ανατριχιάζω, αναρριγώ 3. (αμτβ.) πετάω, ανεβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω εκφραστικός (λόγω τής καταλήξεως ύσσω) ενεστώτας, που χρησιμοποιείται συνήθως με μεταφορική σημασία …   Dictionary of Greek

  • αναγριτσιάζω — 1. συστέλλομαι, μαζεύω 2. ανατριχιάζω 3. έχω ρίγη από τον πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γριτσιάζω] …   Dictionary of Greek

  • αναγριώνω — 1. παροξύνω, ερεθίζω, εξαγριώνω 2. (για βρέφη) φωνάζω, κλαίω 3. γίνομαι μανιώδης 4. ανατριχιάζω, φρίττω 5. μέσ. επιδεινώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αγριώνω. ΠΑΡ. αναγρίωμα] …   Dictionary of Greek

  • αναμαζώνω — και ανεμαζώνω 1. μαζεύω από εδώ κι από εκεί, περιμαζεύω, περισυλλέγω 2. τακτοποιώ, συγυρίζω 3. αποσπώ, απομακρύνω 4. καλώ, συγκαλώ 5. ψάχνω για κάτι και τό παίρνω στα χέρια μου 6. συγκεντρώνω πράγματα, θησαυρίζω 7. ζαρώνω από τον φόβο μου,… …   Dictionary of Greek

  • αναμαλλιάζω — 1. (για εφήβους) αρχίζω να αποκτώ γένια, μαλλιάζω, βγάζω τρίχες 2. (για μάλλινα υφάσματα) χνουδιάζω 3. σηκώνονται οι τρίχες τού κεφαλιού μου από θυμό 4. ανατριχιάζω από το κρύο 5. κάνω τα μαλλιά μου άνω κάτω, τά ανακατώνω …   Dictionary of Greek

  • αναριγώ — με πιάνει ρίγος, ανατριχιάζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»