-
1 ανατριχιάζω
αμετ.1) приходить в ужас, содрогаться, вздрагивать (от ужаса); ανατρίχιασα ολόκληρος дрожь про- бежала по всему телу; κάνω κάποιον ν·ανατριχιάσει приводить кого-л. в содрогание; 2) вставать дыбом (о волосах); 3) чувствовать озноб -
2 ανατριχιάζω
[аназрихьязо] р. содрогаться, приходить в ужас,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανατριχιάζω
-
3 ανατριχιάζω
[аназрихьязо] ρ содрогаться, приходить в ужас. -
4 ανατριχιάζω
bristleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανατριχιάζω
-
5 irkilmek
ανατριχιάζω, τρομάζω -
6 вздрагивать
вздрагивать, вздрогнуть α νατριχιάζω, τρέμω (от страха) ξαφνιάζομαι, τρομάζω (от неожиданности)* * *= вздрогнутьανατριχιάζω, τρέμω ( от страха); ξαφνιάζομαι, τρομάζω ( от неожиданности) -
7 вздрагивать
вздрагиватьнесов ἀνατριχιάζω, σκιρτώ, ἀνασκιρτώ. -
8 драть
дратьнесов разг1. (рвать) (ξε)σκί-ζω:\драть обувь σκίζω τά παπούτσια·2. (отделять, снимать) ξεφλουδίζω, γδέρνω:\драть лыко ξεφλουδίζω· \драть крупу́ ξεφλουδίζω μπληγοῦρι· \драть шкуру с овцы γδέρνω τό πρόβατο·3. (сечь, пороть):\драть розгами δέρνω (или χτυπῶ) μέ τή βέργα· \драть за волосы τραβώ τά μαλλιά· \драть за уши στρίβω (или τραβώ) τά αὐτιά·4. (дорого брать) γδέρνω:\драть втридорога γδέρνω (τόν πελάτη)·5. (раздражать, царапать):бритва дерет τό ξυράφι γδέρνει· вино дерет горло τό κρασί ἐρεθίζει τό λαρύγγι· ◊ \драть го́рло (громко кричать) разг ξεφωνίζω, ξελαρυγγίζο-μαι· \драть нос (важничать) разг κορδώ-νομαι, σηκώνω τή μύτη μου· мороз дерет по коже ἀνατριχιάζω, μέ πιάνει ἀνατριχίλα. -
9 зыбь
зыбьж ἡ κουφοθάλασσα:мертвая \зыбь ὁ σάλος, ἡ ἀποθαλασσιἀ· подернуться \зыбью ρυτιδώνομαι, ἀνατριχιάζω. -
10 кожа
кож||аж1. τό δέρμα / ἡ ἐπιδερμίδα [-ις] (тк. человека)·2. (выделанная) τό δέρμα, τό πετσί:чемодан из свиной \кожаи ἡ βαλίτσα ἀπό χοιρινό δέρμά3. (плода) τό φλούδι, ὁ φλοιός, ἡ φλούδα· ◊ лезть из \кожаи во́н τρώγω τά λυσσακά μου, βάζω ὀλα μου τά δυνατά· \кожа да ко́сти разг πετσί καί κόκκαλο· мороз по \кожае подирает разг ἀνατριχιάζω· гусиная \кожа τό ἀνατρίχιασμα. -
11 колыхаться
колых||а́тьсянесов σείομαι/ κυματίζω, ἀνατριχιάζω (о траве, злаках и т. п.). -
12 мороз
морозм ἡ παγωνιά, ὁ παγετός, τό ψῦχος, τό κρύο:треску́чий \мороз ἄγριο κρύο· ударили \морозы πλάκωσε παγωνιά· ◊ \мороз по коже подирает разг ἀνατριχιάζω ἀπό τό κρύο. -
13 ощетиниваться
ощетиниватьсянесов, ощетиниться сов1. ἀνατριχιάζω, φρίσσω·2. перен ἀποθρασύνομαι. -
14 передергиваться
передергивать||ся(от боли и т. п.) συστέλλομαι, παθαίνω σπασμούς / ἀνατριχιάζω (содрогаться). -
15 содрогиуться
содрог||иу́тьсясов ἀνατριχιάζω, φρικιώ. -
16 становиться
стан||овитьсянесов1. (вставать, занимать место) στέκομαι:\становиться на колени γονατίζω, γονυπετῶ· \становиться на стул ἀνεβαίνω στήν καρέκλα· \становиться в по́зу κάνω τόν...· \становиться на чыо-л. сторону перен παίρνω τό μέρος κάποιου·2. (располагаться):\становиться на якорь ἀγκυροβολώ· \становиться лагерем στρατο· πεδεύω·3. (делаться) γίνομαι:\становиться врачом γίνομαι γιατρός· ему́ \становитьсяо́вится лучше ἀρχίζει νά αἰσθάνεται καλλίτερα, καλλι-τερεύει ἡ κατάσταση του· \становитьсяо́вится темно ἀρχίζει νά σκοτεινιάζει· ◊ \становиться дь'.-бом ἀφηνιάζω (о лошади)! ἀνατριχιάζω, σηκώνομαι ὀρθιος (о волосах)· \становиться у власти ἀνεβαίνω στήν ἐξουσία. -
17 топорщиться
топорщить||сяἀνασηκώνομαι, φουσκώνω/ ἀνατριχιάζω (щетиниться). -
18 ανατζιριάζω
см. ανατριχιάζω -
19 вздрагивать
[βζντράγκιβατ'] ρ. ανατριχιάζω -
20 содрогаться
[σαντρογκάτσα] ρ. ανατριχιάζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανατριχιάζω — ανατριχιάζω, ανατρίχιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανατριχιάζω — ίχιασα, ιχιασμένος 1. αμτβ., νιώθω να σηκώνονται οι τρίχες μου από φόβο, συγκίνηση, κρύο κτλ.: Ακόμη και στο νου μου που το φέρνω ανατριχιάζω. 2. σπν. μτβ.: Με ανατρίχιασε το θέαμα που αντίκρισα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανατριχιάζω — 1. αισθάνομαι τις τρίχες μου να σηκώνονται από το κρύο, τον φόβο ή την οργή 2. σιχαίνομαι, αηδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. του ανατριχιώ < ανατριχώ < ανα * + τρίχα. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ. ΠΑΡ. ανατρίχιασμα,… … Dictionary of Greek
μεταφρίσσω — (Α) 1. ανατριχιάζω, ριγώ μετά από κάτι 2. φρίσσω, ριγώ, ανατριχιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + φρίσσω «φρικιώ, τρέμω από τον φόβο μου»] … Dictionary of Greek
-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… … Dictionary of Greek
αιθύσσω — αἰθύσσω (Α) 1. θέτω σε βίαιη κίνηση, ανακινώ, ταράζω 2. (για φύλλα) σειέμαι, ανατριχιάζω, αναρριγώ 3. (αμτβ.) πετάω, ανεβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω εκφραστικός (λόγω τής καταλήξεως ύσσω) ενεστώτας, που χρησιμοποιείται συνήθως με μεταφορική σημασία … Dictionary of Greek
αναγριτσιάζω — 1. συστέλλομαι, μαζεύω 2. ανατριχιάζω 3. έχω ρίγη από τον πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γριτσιάζω] … Dictionary of Greek
αναγριώνω — 1. παροξύνω, ερεθίζω, εξαγριώνω 2. (για βρέφη) φωνάζω, κλαίω 3. γίνομαι μανιώδης 4. ανατριχιάζω, φρίττω 5. μέσ. επιδεινώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αγριώνω. ΠΑΡ. αναγρίωμα] … Dictionary of Greek
αναμαζώνω — και ανεμαζώνω 1. μαζεύω από εδώ κι από εκεί, περιμαζεύω, περισυλλέγω 2. τακτοποιώ, συγυρίζω 3. αποσπώ, απομακρύνω 4. καλώ, συγκαλώ 5. ψάχνω για κάτι και τό παίρνω στα χέρια μου 6. συγκεντρώνω πράγματα, θησαυρίζω 7. ζαρώνω από τον φόβο μου,… … Dictionary of Greek
αναμαλλιάζω — 1. (για εφήβους) αρχίζω να αποκτώ γένια, μαλλιάζω, βγάζω τρίχες 2. (για μάλλινα υφάσματα) χνουδιάζω 3. σηκώνονται οι τρίχες τού κεφαλιού μου από θυμό 4. ανατριχιάζω από το κρύο 5. κάνω τα μαλλιά μου άνω κάτω, τά ανακατώνω … Dictionary of Greek
αναριγώ — με πιάνει ρίγος, ανατριχιάζω … Dictionary of Greek