Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ανατρέπομαι

  • 1 опрокидывать

    ανατρέπω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опрокидывать

  • 2 расстраиваться

    1. (о музыкальном инструменте) ξεκουρδίζομαι 2. (нарушать что-л.) προκαλώ αταξία/διατάραξη, ανατρέπομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расстраиваться

  • 3 запрокидываться

    запрокидывать||ся
    πέφτω προς τά πίσω, ἀνατρέπομαι.

    Русско-новогреческий словарь > запрокидываться

  • 4 опрокидываться

    опрокидывать||ся
    ἀνατρέπομαι, ἀναποδογυρίζω (άμετ.)Ι μπατάρω (о судне).

    Русско-новогреческий словарь > опрокидываться

  • 5 перекувырнуться

    перекувырнуться
    сов ἀνατρέπομαι, ἀναποδογυρίζω (άμετ.)Ι κάνω τοῦμπα (о человеке).

    Русско-новогреческий словарь > перекувырнуться

  • 6 выкувырнуть

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) ανατρέπω, αναποδογυρίζω, γκρεμίζω, τουμπάρω•

    ямщик на повороте -ул седоков ο αμαξάς στη στροφή τούμπαρε τους επιβάτες.

    ανατρέπομαι, τουμπάρω, αναποδογυρίζω•

    выкувырнуть из лодки αναποδογυρίζω με τη βάρκα.

    Большой русско-греческий словарь > выкувырнуть

  • 7 выпрокинуть

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) αναποδογυρίζω, ανατρέπω.
    ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > выпрокинуть

  • 8 низлагать

    ρ.δ.
    βλ. низложить.
    ανατρέπομαι, γκρεμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > низлагать

  • 9 ниспровергать

    ρ.δ.
    βλ. ниспровергнуть.
    καταρρίπτομαι, γκρεμίζομαι, ανατρέπομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > ниспровергать

  • 10 опрокинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω αναστρέφω•

    опрокинуть стол αναποδογυρίζω το τραπέζι•

    опрокинуть ведро ανατρέπω τον κουβά•

    волной -ло лодку το κύμα ανέτρεψε τη βάρκα.

    || βάζω τρικλοποδιά, ρίχνω κάτω. || πίνω, κατεβάζω•

    -по рюмочке κατεβάζω από ένα ποτηράκι.

    || στρατ, ανατρέπω•

    наши пехотинцы -ли неприятеля το πεζικό μας ανέτρεψε τον εχθρό.

    || μτφ. καταλύω, καταργώ.
    1. ανατρέπομαι, αναποδογυρίζομαι αναστρέφομαι.
    2. (στρατ.)
    επιπίπτω, επιτίθεμαι, εφορμώ.
    3. μτφ. επιτίθεμαι (με βρισιές, κατηγορίες κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > опрокинуть

  • 11 откатить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. откаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. παραμερίζω, αναμερίζω κυλώντας μετακυλώ.
    2. (για οχήματα)• φεύγω αναχωρώ γρήγορα.
    1. μετατοπίζομαι με κύλιση• μετακυλιέμαι. || φεύγω γλιστρώντας•

    откатить на коньках φεύγω με τα παγοπέδιλα.

    2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω•

    волна -лась το κύμα (χτυπώντας) γύρισε πίσω.

    || μτφ. ανατρέπομαι, υποχωρώ κάτω από την πίεση του εχθρού, κατρακυλώ.

    Большой русско-греческий словарь > откатить

  • 12 пасть

    паду, падёшь, παρλθ. χρ. пал, пала, пастьло, μτχ. παρλθ. χρ. павший κ. παλ. падший ρ.σ.
    1. βλ. падать (1, 3, 4, 6, 7, 8 σημ.).
    2. πέφτω (σκοτώνομαι στη μάχη).
    3. (πολιτ.) ανατρέπομαι, παραιτούμαι•

    пало правительство έπεσε η κυβέρνηση.

    4. παραδίνομαι, υποτάσσομαι, κυριεύομαι ύστερα από μάχη•

    константинополь пал в 1453 г. η Κωνσταντινούπολη έπεσε το 1453.

    5. (διαλκ.) διαδίδομαι, κυκλοφορώ•

    -ли слухи κυκλοφόρησαν φήμες.

    θ.
    1. στόμα ζώου, θηρίου.
    2. μτφ. κοιλότητα σκοτεινή, χάσκουσα.
    θ.
    (διαλκ. κ. κυνηγ.)• παγίδα (για άγρια ζώα ή πτηνά).

    Большой русско-греческий словарь > пасть

  • 13 перевернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, αναστρέφω• αντιστρέφω. || ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω. || ξεφυλλίζω, φυλλομετρώ.
    2. ανασκαλεύω, αναδιφώ, κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω.
    3. μτφ. αλλάζω, μεταλλάζω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ.
    4. αναστατώνω ψυχικά.
    εκφρ.
    перевернуть всё вверх дном – τα κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω τελείως•
    перевернуть весь мир (свет) – αναποδογυρίζω το σύμπαν.
    1. αναστρέφομαι, γυρίζω•

    перевернуть на бок γυρίζω στο πλευρό.

    || ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω, τουμπάρω, μπατάρω. || περιστρέφομαι,
    2. μτφ. αλλάζω, αλλοιώνομαι, διαφοροποιούμαι.
    εκφρ.
    души -лась ή сердце -лось – πονά η ψυχή μου, ραγίζει η καρδιά μου (λυπούμαι ολόψυχα, κατάκαρδα)•
    -тся в гробу ή -лся бы в гробу – θα τρίζουν ή θα έτριζαν τα κόκκαλα στον τάφο (κάποιου).

    Большой русско-греческий словарь > перевернуть

  • 14 перекачнуться

    -нусь, -ншься
    ρ.σ. τουμπάρω, ανατρέπομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перекачнуться

  • 15 перекинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ρίπτω, ρίχνω• μεταρρίπτω. || μετακινώ, μετατοπίζω• μεταφέρω. || γυρίζω, ξεφυλλίζω•

    перекинуть страницы книги ξεφυλλίζω το βιβλίο.

    2. ρίχνω μακρύτερα.
    3. κατασκευάζω, φτιάχνω•

    перекинуть мост ρίχνω γέφυρα.

    4. μεταθέτω.
    5. (διαλκ.) ανατρέπω, αναποδογυρίζω, αναστρέφω.
    1. ρίχνομαι, ρίπτομαι, μεταρρίπτομαι. || μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι περνώ•

    огонь -лся на соседний дом η φωτιά (πυρκαγιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι.

    || αλλάζω, περνώ, στρέφομαι αλλού (για συνομιλία κ.τ.τ.).
    2. κατασκευάζομαι•

    ночью -лся мост τη νύχτα ρίχτηκε η γέφυρα.

    3. λιποταχτώ περνώ με το μέρος του αντίπαλου.
    4. αλληλορίχτω. || παίζω χαρτιά•

    перекинуть в преферансик παίζω πρέφα.

    5. (διαλκ.) ανατρέπομαι, αναστρέφομαι, αναποδογυρίζω. || κάνω τούμπες.

    Большой русско-греческий словарь > перекинуть

  • 16 перекувырнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекувырнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ. αναποδογυρίζω, ανατρέπω, αναστρέφω, τουμπάρω.
    ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω, αναστρέφομαι, τουμπάρω.

    Большой русско-греческий словарь > перекувырнуть

  • 17 разрушить

    -шу, -шешь
    ρ.σ.μ.
    1. καταστρέφω• κατερειπώνω• ερημώνω, ρημάζω•

    землетрясение -ло город ο σεισμός κατέστρεψε την πόλη.

    2. μτφ. εξαρθρώνω, χαρβαλιάζω, ξεχαρβαλώνω• διαλύω, αποσυνθέτω•

    разрушить хозяйство καταστρέφω το νοικοκυριό•

    разрушить государственный аппарат εξαρθρώνω τον κρατικό μηχανισμό.

    3. ανατρέπω, χαλνώ•

    разрушить его планы χαλνώ τα σχέδια του.

    || βλάπτω, φθείρω•

    разрушить здоровье καταστρέφω την υγεία.

    1. καταστρέφομαι, κατεδαφίζομαι• γκρεμίζομαι• χαλνιέμαι. || ερημώνομαι• ερειπώνομαι.
    2. εξαρθρώνομαι, ξε-χαρβαλιάζομαι.
    3. μτφ. ανατρέπομαι, χαλνιέμαι•

    планы -лись τα σχέδια χάλασαν..

    βλάπτομαι, φθείρομαι•

    здоровье -лось η υγεία καταστράφηκε.

    Большой русско-греческий словарь > разрушить

  • 18 свергать

    ρ.δ.
    βλ. свергнуть.
    1. βλ. свергнуться.
    2. (για καταρράκτη, χειμαρο κ. τ. τ.) κατακρημν ίζομαι.
    3. καταπίπτω. || ανατρέπομαι, εκθρονίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > свергать

  • 19 скапотировать

    -рует
    ρ.σ.
    (για αεροπλάνο) ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω (από το μπροστινό μέρος κατά την προσγείωση ή απογείωση).

    Большой русско-греческий словарь > скапотировать

  • 20 сковырнуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сковырнутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. βλ. ковырять,
    2. ρίχνω κάτω, γκρεμίζω, ανατρέπω.
    πέφτω κάτω, γκρεμίζομαι, ανατρέπομαι.

    Большой русско-греческий словарь > сковырнуть

См. также в других словарях:

  • ανατρέπομαι — ανατρέπομαι, ανατράπηκα βλ. πίν. 180 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀνατρέπομαι — ἀνατρέπω overturn pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακυμβαλιάζω — ἀνακυμβαλιάζω (Α) [κύμβαλον] ανατρέπομαι με γδούπο, τουμπάρω …   Dictionary of Greek

  • αναποδογυρίζω — 1. γυρίζω κάτι ανάποδα, δηλ. την επάνω επιφάνεια προς τα κάτω, ανατρέπω, αντιστρέφω 2. (για κήπο, αγρό κ.λπ.) σκάβω, οργώνω 3. επιφέρω αταξία, ακαταστασία, «τά κάνω άνω κάτω» 4. καταστρέφω 5. ματαιώνω, διαφοροποιώ 6. ανατρέπομαι 7. ματαιώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • αποκλίνω — (AM ἀποκλίνω) 1. κλίνω, γέρνω προς μια κατεύθυνση 2. παρουσιάζω κλίση προς τα πλάγια 3. ρέπω προς κάτι, έχω κλίση για κάτι νεοελλ. 1. ξεφεύγω από το κανονικό 2. ναυτ. εκτρέπω πλοίο από την πορεία του αρχ. μσν. φεύγω αρχ. 1. κάνω να κλίνει προς… …   Dictionary of Greek

  • εκσελλίζομαι — ἐκσελλίζομαι (Μ) πέφτω από τη σέλλα, ανατρέπομαι από το άλογο …   Dictionary of Greek

  • μπατάρω — και μπατέρνω (Μ μπατάρω και ἀμπατάρω) νεοελλ. 1. κλίνω προς τη μια πλευρά, γέρνω 2. ανατρέπομαι, βυθίζομαι («μπατάρησε η βάρκα») 3. ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω («μπατάρησε τη βάρκα για να τήν καθαρίσει») 4. φέρνω κάποιον σε εξαιρετικά… …   Dictionary of Greek

  • ξαναγίνομαι — 1. γίνομαι πάλι, επαναλαμβάνομαι («αυτό δεν ξανάγινε») 2. κατασκευάζομαι ή δημιουργούμαι πάλι 3. μεταβάλλομαι ριζικά («θωρώ και ξαναγίνηκα», Ερωτόκρ.) 4. (για τη φύση) καταστρέφομαι, ανατρέπομαι («κι ο κόσμος αν ξαναγενεί, άλλο δεν κάνω ταίρι,… …   Dictionary of Greek

  • ξαναγεννώ — άω 1. αναγεννώ, δημιουργώ κάτι ή κάποιον εκ νέου 2. μέσ. ξαναγεννώμαι και ξαναγεννιέμαι και ξαναγεννιούμαι α) γεννιέται για δεύτερη φορά β. ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναγεννώμαι, αναζωογονούμαι γ) μεταβάλλομαι ριζικά, γίνομαι εντελώς άλλος («μα… …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • περιτρέπω — ΝΜΑ νεοελλ. μέσ. περιτρέπομαι (για πλοίο) ανατρέπομαι λόγω μετατόπισης τού κέντρου βάρους και η τρόπιδα, η καρίνα, έρχεται προς τα πάνω μσν. (για δέρμα) ζαρώνω, σχηματίζω ρυτίδες μσν. αρχ. 1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω 2. διαστρέφω, διαστρεβλώνω 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»