-
1 ανατολικος
-
2 ανατολικός
[анатоликос] εκ. восточный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανατολικός
-
3 ανατολικός
[анатоликос] επ восточный. -
4 νοτι(ο)ανατολικός
η, ό[ν] юго-восточный -
5 νοτι(ο)ανατολικός
η, ό[ν] юго-восточный
См. также в других словарях:
ἀνατολικός — eastern masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατολικός — ή, ό (AM ἀνατολικός, ή, όν) [ανατολή] αυτός που ανήκει στην Ανατολή νεοελλ. 1. (για άνεμο) αυτός που πνέει από την Ανατολή, ο απηλιώτης 2. (για κτίσμα) αυτός που έχει πρόσοψη προς την Ανατολή … Dictionary of Greek
ανατολικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που βρίσκεται προς την ανατολή: Η ανατολική Θράκη ανήκει σήμερα στην Τουρκία. 2. αυτός που ανήκει στην Ανατολή: Οι ανατολικοί λαοί ανέπτυξαν πολύ νωρίς σημαντικό πολιτισμό. 3. αυτός που έχει πρόσοψη προς την ανατολή: Το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοτι(ο)ανατολικός — ή, ό αυτός που είναι γυρισμένος ή που βρίσκεται στο σημείο του ορίζοντα ανάμεσα στην Ανατολή και το Νότο ή που προέρχεται από το σημείο αυτό, αλλ. ανατολικομεσημβρινός: Νοτι(ο)ανατολική Ευρώπη. – Νοτι(ο)ανατολικός άνεμος (αλλ. σιρόκος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μηνύτωρ Ανατολικός — Γαλλόφωνη και αγγλόφωνη ελληνική εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης (Le Moniteur Oriental και The Oriental Adviser). Ιδρύθηκε από τον Δ. Βελγή και εκδιδόταν από το 1883 έως το 1913 … Dictionary of Greek
ἀνατολικά — ἀνατολικός eastern neut nom/voc/acc pl ἀνατολικά̱ , ἀνατολικός eastern fem nom/voc/acc dual ἀνατολικά̱ , ἀνατολικός eastern fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολικώτερον — ἀνατολικός eastern adverbial comp ἀνατολικός eastern masc acc comp sg ἀνατολικός eastern neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολικωτέρων — ἀνατολικός eastern fem gen comp pl ἀνατολικός eastern masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολικῶν — ἀνατολικός eastern fem gen pl ἀνατολικός eastern masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολικόν — ἀνατολικός eastern masc acc sg ἀνατολικός eastern neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολικώτατα — ἀνατολικός eastern adverbial superl ἀνατολικός eastern neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)