Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αναταράζω

См. также в других словарях:

  • αναταράζω — αναταράζω, ανατάραξα βλ. πίν. 23 και πρβλ. αναταράσσω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναταράζω — και αναταράσσω (Α ἀναταράσσω) 1. ταράζω, ανακατώνω 2. ταράζω ψυχικά, προξενώ έξαψη αρχ. (παθ. μτχ.) ανατεταραγμένος 1. αναταραγμένος, θολός 2. σε κατάσταση αταξίας, χωρίς τάξη …   Dictionary of Greek

  • αναταράζω — αξα, άχτηκα, αγμένος 1. ανακινώ, ανακατώνω: Πριν πιεις το φάρμακό σου ανατάραζέ το στο μπουκάλι. 2. φέρνω άνω κάτω, συγχύζω: Ανατάραξες τον κόσμο με τις φωνές σου. 3. συγκλονίζω: Από το σεισμό αναταράχτηκε το σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακατώνω — Ι. ενεργ. 1. αναδεύω, ανακινώ, αναταράζω 2. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους 3. μεταβάλλω τη φυσική και κανονική θέση τών πραγμάτων, επιφέρω αταξία, σύγχυση, ακαταστασία 4. προκαλώ τάση για εμετό 5. συγχέω, μπερδεύω 6. συγχύζω,… …   Dictionary of Greek

  • ανακουνώ — ( άω) ανακινώ, αναταράζω, κουνάω παλινδρομικά (την κούνια τού παιδιού), λικνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κουνώ. ΠΑΡ. ανακούνημα] …   Dictionary of Greek

  • αναταράσσω — βλ. αναταράζω …   Dictionary of Greek

  • αναταραγμός — ο 1. ανατάραγμα, αναταραχή 2. ψυχική ταραχή, εξέγερση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναταράζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωία] …   Dictionary of Greek

  • ανατυρβάζω — ἀνατυρβάζω (Α) αναταράζω, προκαλώ θόρυβο, ταραχή …   Dictionary of Greek

  • διαιθύσσω — (Α) [αιθύσσω] 1. κινούμαι ορμητικά, εφορμώ 2. εκτινάσσω μτφ. αναταράζω, προκαλώ ταραχή …   Dictionary of Greek

  • διασοβώ — διασοβῶ ( έω) (Α) 1. εκφοβίζω, διώχνω κάποιον τρομοκρατώντας τον 2. ανακινώ, αναταράζω 3. μέσ. διασοβοῡμαι υπερηφανεύομαι, καμαρώνω …   Dictionary of Greek

  • μέμβραξ — μέμβραξ, ακος, ὁ (Α) είδος τέττιγος, τζίτζικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι πρόκειται για μεσογειακό ή πελασγικό τ. που ανάγεται σε θ. *bher / *bhr . Κατ άλλη άποψη, συνδέεται με το ρ. βράσσω «αναταράζω, σείω, βράζω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»