-
1 ανασυγκροτώ
(ε) μετ. реконструировать; реорганизовывать, перестраивать, переустраивать -
2 ανασυνθέτω
см. ανασυγκροτώ
См. также в других словарях:
ανασυγκροτώ — ανασυγκροτώ, ανασυγκρότησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανασυγκροτώ — συγκροτώ εκ νέου, αναδιοργανώνω, ανασυνθέτω, ανορθώνω … Dictionary of Greek
ανασυγκροτώ — ησα, ήθηκα, ημένος, αναδιοργανώνω, ανορθώνω: Μετά τον πόλεμο έγιναν πολλές προσπάθειες να ανασυγκροτηθεί η χώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδιοργανώνω — διοργανώνω εκ νέου, τροποποιώ την υπάρχουσα οργάνωση προς το καλύτερο, οργανώνω σε νέες βάσεις, ανασυγκροτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διοργανώνω. ΠΑΡ. αναδιοργάνωση, αναδιοργανωτικός, αναδιοργάνωτος. Η λ. αναδιοργανώ ( όω), ούμαι,… … Dictionary of Greek
αναδομώ — ( έω) (Μ ἀναδομῶ) ανοικοδομώ, ξαναχτίζω νεοελλ. ανασυγκροτώ, ανασυνθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δομῶ < δέμω. ΠΑΡ. μσν. ἀναδομή] … Dictionary of Greek
ανασταίνω — και αναστένω (Μ ἀνασταίνω και ένω) [ανίστημι] 1. ξαναδίνω ζωή σε νεκρό, ξαναζωντανεύω 2. ανατρέφω, μεγαλώνω παιδί νεοελλ. 1. ευφραίνω, θέλγω («μυρωδιά που ανασταίνει») 2. γιορτάζω την Ανάσταση μσν. 1. σηκώνω ψηλά 2. χτίζω, οικοδομώ 3. ενισχύω,… … Dictionary of Greek
ανασυγκρότηση — η η εκ νέου συγκρότηση, αναδιοργάνωση προς το καλύτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανασυγκροτώ. Η λ. μαρτυρείται στην εφημερίδα Ραμπαγάς] … Dictionary of Greek
ανασυντάσσω — (Α ἀνασυντάσσω) νεοελλ. συντάσσω πάλι, ανασυγκροτώ, ανασχηματίζω αρχ. τροποποιώ την πολεμική εισφορά … Dictionary of Greek
κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… … Dictionary of Greek
ανασυντάσσω — αξα, άχθηκα, αγμένος, συντάσσω ξανά, αναδιοργανώνω, ανασυγκροτώ: Οι οικονομικές υπηρεσίες του κράτους πρέπει να ανασυνταχθούν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)