-
1 заворачивать
заворачиватьнесов1. (сворачивать в сторону) στρίβω, στρέφω, γυρίζω·2. (заходить куда-л.) περνῶ, ἐπισκέπτομαι περαστικά·3. (подол, рукав) σηκώνω, ἀνασκουμπώνω. -
2 закатать
ρ.σ.μ.1. τυλίγω κυλώντας•закатать за-чинку в тесто τυλίγω παραγέμι,σμα σε ζυμαρόφυλλο.
2. ανασκουμπώνω, αναδιπλώνω, μαζεύω. || περιτυλίγω.3. ισοπεδώνω•закатать дорогу ισοπεδώνω το δρόμο.
4. (απλ.) στέλλω•закатать в тюрьму, в каторгу στέλλω στη φυλακή, στα κάτεργα.
5. κατακουράζω με την αμαξάδα.6. αρχίζω να κυλώ κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. κ. катать.1. αναδιπλώνομαι, μαζεύομαι επάνω.2. με τραβά, μου αρέσει η αμαξάδα• κουράζομαι από την πολλή αμαξάδα.3. αρχίζω να κυλιέμαι κλπ. ρ. βλ. кататься. -
3 засучить
-учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засученный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ. ανασκουμπώνω, ανασηκώνω αναδιπλώνω•засучить рукава ανασηκώνω τα μανίκια.
ανασκουμπώνομαι.
См. также в других словарях:
ανασκουμπώνω — (Μ ἀνασκουμπώνω) Ι. ανασηκώνω τα μανίκια «ανασκούμπωσέ με» II. μέσ. 1. σηκώνω τα μανίκια και απογυμνώνω τα χέρια για να μην εμποδίζομαι στην εργασία μου 2. προετοιμάζομαι, είμαι έτοιμος να ενεργήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ανακομβώ < ανα * + κομβώ… … Dictionary of Greek
αντικόβω — κ. κόφτω κ. σκόφτω (Α ἀντικόπτω, Μ ἀντικόφτω, σκόφτω) 1. διακόπτω κάποιον που μιλά, τον σταματώ για να μιλήσω εγώ 2. δημιουργώ προσκόμματα, εμποδίζω μσν. νεοελλ. διακόπτω αρχ. 1. αντικρούω, απωθώ, αντιστέκομαι 2. προβάλλω αντιρρήσεις 3. πνέω… … Dictionary of Greek
στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… … Dictionary of Greek