-
1 αναπροσαρμόζω
yeniden uyarlamak
См. также в других словарях:
αναπροσαρμόζω — αναπροσαρμόζω, αναπροσάρμοσα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναπροσαρμόζω — προσαρμόζω εκ νέου … Dictionary of Greek
μεθαρμόζω — (Α μεθαρμόζω και αττ. τ. μεθαρμόττω) μεταβάλλω, αναπροσαρμόζω, μετατρέπω, αλλάζω αρχ. 1. μεταβάλλω κάτι, ιδίως προς το καλύτερο, διορθώνω, επανορθώνω («παρελθὼν ἐς μέσους ὁ Μᾱρκος οὕτω τι μεθήρμοσε τοὺς Μεγαρέας», Φιλόστρ.) 2. μέσ. μεθαρμόζομαι… … Dictionary of Greek